Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

ΑΝΤΙΟ ΛΟΙΠΟΝ!

Επισήμως ο χρόνος. Θα φύγει από την κεντρική πόρτα. Απ’ την ίδια που μπήκε κάποτε με τυμπανοκρουσίες και πυροτεχνήματα. Εορταστική ήταν μόνο η είσοδος. Παραδοσιακά τιμούμε την αρχή. Σε όλες τις παραμέτρους της ζωής, εκτός ίσως απ’ τους πολέμους ή στις  αποφοιτήσεις. Δικαίως…
Κάθε άλλο τέλος, όπως αυτό των τελευταίων ημερών, διαποτισμένο συνήθως από πίκρα κι ένα αόρατο πένθος στο μανίκι της μνήμης, αποσύρεται σιωπηλά, σχεδόν ντροπιαστικά σαν να πρόδωσε τις επιθυμίες και τις εγωκεντρικές ή μη προσδοκίες μας.
Μόνο κάποια στιγμή, (το ραντεβού μ’ αυτές τις δυο λέξεις αποδεικνύεται εντελώς προσωπικό θέμα) δημιουργείται η ανάγκη μιας αόριστης ευχαριστίας όταν ξυπνάει το σώμα κάθε πρωί, με όλες τις αισθήσεις παρούσες και το νου σε ρολάρισμα εντός πίστας.
Τώρα όμως ο γεράκος μας τα μαζεύει για το επέκεινα με συνοδεία του τη χιλιοειπωμένη και αχάριστη επωδό να πάει και να μην ξανάρθει!
Λες και θα ξαναρχόταν! Λες κι αν ξαναρχόταν θα τα κάναμε όλα καλύτερα!
Θα τα κάναμε;

S.


                         ΕΥΤΥΧΕΙΣ, ΛΥΠΗΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΠΟΤΕΣ /ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΜΑΛΑΜΑΣ


Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Η ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

H πανσέληνος των Χριστουγέννων
Πέρασε αφοπλιστικά σεμνή
Άκουσε τόσα λόγια και γέλια
Ένα πρόσωπο ανάμεσα στ’ άλλα
Με μια αργοπορημένη καληνύχτα
Κούνησε το κεφάλι στους παρόντες

Σιωπηλή  άλλαξε θέση στο στερέωμα
Την επομένη άρχισε να φαγώνεται
Καταμετρώντας τους απόντες
Κάθε νύχτα λιγότερη

Ως τον τελευταίο απώλεσε
Όλο το φως της...

S.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΙΩΡΑΣ

Μια κουνιστή πολυθρόνα οι μέρες μου. 
Πάει κι έρχεται δεμένη σε μια ατέρμονη σειρά διευθετήσεων και τρίζει το σκοινί της επικίνδυνα. Μέχρι να πέσω θα αιωρούμαι αμήχανα. Εκτός κι αν φανώ πολυμήχανη ή τυχερή. Τότε θα κατέβω μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο, όπως ο νικητής που ξέρει τι θυσίασε πριν να φορέσει τις δάφνες. Πύρρεια νίκη!
Η μεταγνώση θα έρθει πολύ αργότερα. Θα αποκρυσταλλωθεί στα τελευταία χάδια ή χαστούκια του χρόνου αλλά κάτω απ’ το δέρμα οι αισθητήρες της χαράς ή του πόνου θα έχουν ξερυθμιστεί.
Μπρος - πίσω ο καθένας κι όλοι, με την ανάγκη σε πρώτο πλάνο, όμως κάτω απ’ το χορό της ποιος πείθεται -εκτός απ’ τους ανύπαρκτους κι υπαρκτούς θεούς- ότι εκεί παλεύει και πάλλεται ο σφυγμός της ζωής;
Ακατανόητοι καιροί. Σκληροί και άτεγκτοι με προορισμό αξεδιάλυτο, εφιαλτικό σκοτάδι.
Άγνωρο όπως το πριν της γέννησης και το μετά του θανάτου.
Ενδιάμεσα η νεφελώδης όψη του κόσμου απ’ την αιώρα της αδυσώπητης καθημερινότητας που κάποιοι μας επέβαλαν. Κι η αντοχή μας μια διαρκής οφειλή με ελάχιστο όφελος.
Οφείλουμε στον εαυτό μας τη μάχη της ανατροπής έστω και με τον ανύπαρκτο εξοπλισμό της ελπίδας…

S.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ

Νοέμβριος… Μας κοινοποιεί ψιθυριστά την αδιάψευστη επέλαση του χειμώνα. 
Στέλνει ένα ανεπαίσθητο ρίγος στη ραχοκοκαλιά μας,
προετοιμάζοντας το σώμα για τη δοκιμασία του επερχόμενου κρύου. Σκοτεινιάζει αργά και ελεγχόμενα τις μέρες, τη μια πίσω από την άλλη, ψαλιδισμένο έρχεται το φως, έχουμε μάθει ν’ αντέχουμε αυτόν τον συνεχόμενα μελαγχολικό μήνα, παρόλες τις τυχάρπαστες και ασθμαίνουσες λιακάδες του.
Των Αγγέλων σήμερα, μικρών και μεγάλων, υπαρκτών και ανύπαρκτων, ουράνιων και επίγειων, όμως ένας φίλος μου το έθεσε ευστοχότερα: Των ανυπόταχτων…
Ένα επίθετο που θα μπορούσε να μαρκαριστεί με τη σφραγίδα μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης (τα ευκόλως εννοούμενα…) ή όχι, να πλατειάσει ή να στενέψει ως έννοια, να γίνει σημαία ή λάβαρο για φαντασιακές επαναστάσεις ή απλά να αυτοπροσδιοριστεί στην πραγματική του διάσταση, αυτή που δεν υποτάσσεται…
Των Αγγέλων που δεν ευαγγελίζονται τίποτα ευχάριστο εκτός ίσως από μερικές ζεστές κουβέντες με φίλους στις ζεστές και φιλόξενες γωνιές της Αθήνας, -έχει πολλές και κάθε μια με τη δική της ξεχωριστή προσωπικότητα- μια ευκαιρία να κοιταχτούμε πιο υπομονετικά και ν’ ακούσουμε τον άλλον προσεκτικότερα. Έτσι όπως θα έλεγε κάποιος στην υπεραισιόδοξη διάσταση της ζωής, ότι τα ακανθώδη δικά του είναι λυμένα ή χαρακτηρίζονται ως μη σοβαρά, άρα έχει το χρόνο και την πολυτέλεια της καλής διάθεσης ν' ασχοληθεί επί της ουσίας με το διπλανό του.
Των Αγγέλων του Νοέμβρη, με το αφηρημένο βλέμμα, στραμμένο προς ένα παράθυρο με θέα τα οπωροφόρα, χωρίς την αδημονία της αναμονής, με την αδυσώπητη γνώση της επιβεβαιωμένης απουσίας και την άλλη γνώση της πλάνης όταν πλανιέται οικτρά, υποχωρεί ένα ποτάμι μέσα σου και μόνο ο κατακρεουργημένος και μόνιμα σφαλερός εαυτός σου ξέρει πόσο πάλεψες να φτάσεις στην όχθη…
Χρόνια ατέρμονα σ’ όλους τους Αγγέλους και σ’ όσους έχουν γίνει για άλλους χωρίς να το συνειδητοποιούν…


S.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ;

Ακόμα προσαρμόζομαι (εδώ στην Αθήνα), που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει συμφιλιώνομαι στη νέα τάξη πραγμάτων, αυτήν που επέβαλα στον εαυτό μου χωρίς να μετανιώσω 
(μετά-νιώσω). 
Αργώ να συμμαζέψω τον πραγματικό μου χρόνο, αυτόν που χρωστάω στον εαυτό μου. Θέλει μάλλον κι αυτός ο χρόνος, το χρόνο του.
Φαίνεται είναι ίδιον της εποχής: Να προσαρμοζόμαστε όλοι στις εξελίξεις που δεν είναι πια δραματικές αλλά τραγικές. Μια κορδέλα ανατροπής που οδηγεί την ανθρώπινη μοίρα απ’ το κακό στο χειρότερο.
Και η επόμενη βαθμίδα απ’ το χειρότερο ποια θα είναι; Έχει πυθμένα η αντοχή μας; Ένα καθόλου ρητορικό ερώτημα…

S.

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

"Πόσα και πόσα εκεί δεν θα βρεις. Μέσα σε μια αγκαλιά...λες χωράνε τα πάντα..."

Από το fb του Κώστα Κουτσουρέλη (18/10/2015)


Με την έννοια αυτή, καμιά γυναίκα που άγγιξες πάνω από μία φορά δεν είναι ενική - είναι ένα πολύπτυχο, πολυπρόσωπο, πολύοσμο πλήθος. Για την ακρίβεια, είναι μια συλλογή από στιγμές, από ρευστές ή πυκνές διαθέσεις, από αισθήματα, βιώματα, από σκέψεις ακόμα, που έχουν σωματωθεί σε κινήσεις και παλεύουν ν' αφήσουν επάνω σου κάθε μια το δικό της το ίχνος.
Άλλη γεύση έχει το λυπημένο φιλί και άλλη το χαρούμενο. Άλλη θέρμη αναδίδει η κουρασμένη αγκαλιά πριν τη νάρκη, κι άλλη το παιχνιδιάρικο σφίξιμο την ώρα της σχόλης. Άλλη είναι η κατάσαρκη εωθινή επαφή κι άλλη η κλεφτή, φευγαλέα οικειότητα στην εργάσιμη διάρκεια της μέρας. Και η σκέψη, α η σκέψη – αυτή σφραγίζει τα πάντα. Στης αγαπημένης το κορμί, κάτω από όλες τις πτυχές της αιδούς, κάτω από τα μυστικά του πιο μύχιου εγώ, αναβοσβήνουν καθαρά στο καντράν σαν φωτάκια τη νύχτα όλα όσα ζουν και ξοδεύονται λες στους αθέατους νευρώνες μιας σχέσης: ο θαυμασμός και η ζήλεια, η συμπάθεια και η απώθηση, η φιλία κι η όχληση, η αθέλητη κι όμως πανταχού παρούσα ειρωνεία, η λαγνεία σ' όλα της τα σκαλιά, από τον λεπταίσθητο, ντελικάτο ερωτισμό ώς την ζωωδέστερη καύλα, η αδιαφορία, η απόσταση, η ψυχρότητα που γίνεται συγκατάβαση και μετά ξεσπάει και συστρέφεται σε άρνηση ή κρυφή αγωνία, η μόλις συγκρατημένη αγανάκτηση, η τρυφεράδα που έχει τόσο πολύ γυμνωθεί απ' τον ίμερο ώστε απόμεινε πλέον μητρική προστασία, η στοργή και η ανάγκη της, ο κόπος, ο κόρος, η ανία - α προ παντός η ανία, αυτή η λίγη ζωή η πνιγμένη μέσα στο καθημερινό και το ασήμαντο...

Πόσα και πόσα εκεί δεν θα βρεις.
Μέσα σε μια αγκαλιά, στην κοιλότητα που χωρίζει δυο στήθη, δυο θηλές ή δυο μπράτσα, λες χωράνε τα πάντα. Χωράει το παιδιάστικο καλωσόρισμα, το ανασκίρτημα της χαράς και της έξαψης, η πίστη μ' όλες της τις σεμνές τελετές, η αγάπη που έγινε δεσμά και σε πνίγει, οι όρκοι που τρέπονται τώρα ανεπίγνωστα σε οργή και σε λύσσα και σε υπόκωφο μίσος· χωράει τέλος η υπόσχεση για το αύριο, όσο κι αυτό το μελλούμενο αντίο.

["Οι αισθήσεις. Δοκίμιο πάνω στον έρωτα
και τον ερωτισμό", απόσπασμα τέταρτο]


Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Για τη ‘’Βραδύτητα’’ του M. Κούντερα

Ξαναδιαβάζω τη Βραδύτητα του Κούντερα. Μυθιστορηματικό δοκίμιο, γραμμένο 20 χρόνια πριν, που κινείται απλά και βαθυστόχαστα ανάμεσα στην αφήγηση μιας ανάμνησης κάποιας υπέροχης ερωτικής νύχτας το 18ο αιώνα, σε αντιπαράθεση με μια τραγελαφική ερωτική συνεύρεση που συμβαίνει στις μέρες μας. Ο θεματικός άξονας παρόλο που είναι ο ίδιος, εκτιμάται αλλιώς και διαφοροποιείται πλήρως σ’ αυτές τις δυο τόσο μακρινές μεταξύ τους εποχές,  σε επίπεδο προσώπων, διαθέσεων και ρυθμού.
Είμαι ακόμα στις 10 πρώτες σελίδες του βιβλίου και δε θυμάμαι τίποτα από την περίοδο που το είχα διαβάσει για πρώτη φορά. Ίσως γιατί η ταχύτητα και η ένταση της ηλικίας στην οποία βρισκόμουν τότε, δε μου επέτρεπε την αβρότητα της ανάλυσης.
Είναι μάλλον από εκείνα τα βιβλία που το μέγεθος της εκτίμησής τους είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ηλικία που τα διαβάζεις. Κάτι σαν την ωρίμανση που συμβαίνει στα κρασιά όταν μένουν πολύ καιρό σφραγισμένα στο κελάρι.
Στις σελίδες του διαποτισμένη η επικούρεια-ηδονιστική στάση απέναντι στη ζωή, μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη χαρά και την απόλαυση του έρωτα με τη γενικότερη έννοια του όρου, την αντίληψη της ευτυχίας κι όχι το κυνήγι της κατάκτησής της.
Η βραδύτητα εν τέλει έχει να κάνει με τη φυσική ανάγκη να στρέψουμε το βλέμμα βαθιά μέσα μας για να δούμε τον εαυτό μας και τους άλλους, αφημένοι στη γλυκύτητα μιας συγκροτημένης απραξίας, ν’ ακούσουμε, να αισθανθούμε, να νιώσουμε τον αργό ρυθμό της μελαγχολίας της ύπαρξής μας.
Να κοιτάξουμε, όπως λέει κι ο συγγραφέας του έργου (σύμφωνα με μια τσέχικη παροιμία), τα παράθυρα του καλού Θεού.

S.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

Javier Marías/ Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς.

...[Όταν τα πράγματα τελειώνουν έχουν πια τον αριθμό τους και ο κόσμος εξαρτάται τότε από τους αφηγητές του, αλλά για λίγο καιρό και όχι πλήρως, ποτέ δεν βγαίνουμε εντελώς από τη σκιά, οι άλλοι ποτέ δεν τελειώνουν, και πάντα υπάρχει κάποιος για τον οποίο κλείνουμε μέσα μας ένα μυστήριο. (…) συμβαίνουν τόσα πράγματα που δεν τα αντιλαμβάνεται και δεν τα θυμάται κανείς, ή όλα ξεχνιούνται και παραγράφονται. Και πόσο λίγα είναι αυτά που μένουν τελικά από κάθε άτομο μέσα στον άχρηστο χρόνο σαν το ολισθηρό χιόνι, για πόσο λίγα υπάρχει απόδειξη, κι από αυτά τα λίγα που μένουν τόσα αποσιωπούνται, κι από αυτά που δεν αποσιωπούνται μόνο ένα ελάχιστο μέρος μένει μετά στη μνήμη, και για λίγο καιρό: ενόσω οδεύουμε αργά προς την εξάλειψή μας μόνο και μόνο για να περάσουμε στην πλάτη ή στην πίσω πλευρά αυτού του χρόνου, όπου δεν μπορεί πια κανείς να συνεχίσει να σκέφτεται ούτε να αποχαιρετά. “Αντίο γέλια και αντίο αδικίες. Δεν θα σας ξαναδώ, ούτε κι εσείς θα με ξαναδείτε. Και αντίο φλόγα, αντίο αναμνήσεις”.]...
[Javier Marías, Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς. Μτφρ. Βιβή Φωτοπούλου, εκδ. Σέλας ]

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

ΜΕ...

Με τον ήχο βιαστικών τακουνιών στο προσκέφαλο της νύχτας
Με την ανεπαίσθητη ψύχρα ως το πρώτο κρόσσι της μέρας
Με τον ύπνο του δικαίου επί όλων των αδίκων
Με το αγκομαχητό της ροής των αυτοκινήτων
Με την ανακοίνωση της επόμενης στάσης του τραμ
Με τις ώρες κοινής ανησυχίας στις δυο στροφές του ρολογιού
Με τη μελαγχολία των καρτ ποστάλ οπωροφόρων
Με τις έωλες κουβέντες περί πολιτικής των περαστικών
Με τη σκουριά της θάλασσας στο νου το χρυσάφι του πρωινού
Με τη φθαρμένη ομορφιά της πόλης 
Nα τιμωρεί πάλι τα καλοκαίρια μας

S.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Ένα ποίημα για παιδάκια

Το λουλουδάκι περίμενε τη μέλισσα
κι η μέλισσα δεν ήρθε.
Έστειλε μόνο με τον αγέρα μήνυμα
να μην ελπίζει δε θέλει άλλα φιλιά
και πως όλα τέλειωσαν.
Ο αγέρας τότε κοντοστάθηκε για λίγο έβγαλε το καπέλο του
κατέβασε τα μάτια κι ύστερα δίχως λέξη σηκώθηκε γι' αλλού.
Έτσι είναι είπε το λουλουδάκι γέρνοντας
το μέλι και το κρύο φιλί είναι πάντα του ανέμου είναι του ταχυδρόμου.

                                                       ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

ΦθΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Φθινόπωρο, γαντζωμένο ακόμα στην ευωχία του καλοκαιριού. Στα πρόσωπα που συναντάς διαγράφεται η κούραση απ’ το διαρκές κολύμπι στη θάλασσα των διεκπεραιώσεων, θηρευτές όλοι μιας ατέρμονης σειράς υποχρεώσεων, η πρακτικότητα σε πρώτο πλάνο κι ύστερα ο ελάχιστος αληθινά διαχειρίσιμος χρόνος.
Αυτός που συνήθως δε φτάνει κι αν φτάσει ποτέ, μας υπαγορεύει ασθμαίνοντας κοφτά και σθεναρά τις εντολές του.
Εκείνος που αθόρυβα ξεκαθαρίζει το τοπίο μέσα μας, την ύστατη ώρα, την διλληματική κι αναποφάσιστη, όταν η αιώρα ανάμεσα στην πληθώρα των ναι και την ολιγωρία των όχι, αρχίζει να ταλαντεύεται επικίνδυνα, τότε που πρέπει ν’ αποφασίσεις όχι μόνο με ποιους θα πας και ποιους θ ’αφήσεις αλλά επιπλέον πώς θα πάς και πώς θ’ αφήσεις.
Στα δύσκολα κρίνεις και κρίνεσαι. Όταν βάζεις τρικλοποδιά στον εαυτό σου ενώ τα πόδια σου εξακολουθούν να πατούν γερά σε βατό έδαφος, σ’ αυτή την προαποφασισμένη αναποδιά, στη μεταβολή, στο ξεβόλεμα.
Εδώ λοιπόν, όχι όπως τα’ ξερες και τα δρομολογούσες αλλά όπως τα βρήκες κι όπως θα επινοήσεις να τα δρομολογήσεις.
Με όσους ζεστά σε τύλιξαν στο κουκούλι τους ακόμα και χωρίς να το ζητήσεις, μ’ εκείνους που έμπρακτα απέδειξαν την παρουσία τους στη ζωή σου πριν και μετά κι αφήνοντας πίσω εκείνα τα φαντάσματα που δια ολίγον σε πλάνεψαν αλλά χάθηκαν όταν η παράκλησή σου για φως έγινε επιτακτική ανάγκη. Άλλωστε εκεί που τελειώνει η πλάνη, επιχειρεί το πρώτο της αβέβαιο, και πολλές φορές οδυνηρό βήμα ,η αλήθεια.
Φθινόπωρο στην πόλη πια, με την αδιόρατη θλίψη μιας ξενιτεμένης θάλασσας, με τη μαγεία των χρωμάτων του δειλινού απούσα, χωρίς ούτε ένα κιτρινισμένο φύλλο να προδίδει την έλευση της αλλαγής, όμως η αλλαγή θα έρθει, ακόμα κι αν έχει καθυστερήσει λίγο, ετοιμάζεται να σου χτυπήσει την πόρτα.
Έσο έτοιμος και δυνατός…
(Αφιερωμένο σ’ όλους τους αγαπημένους μου. Τους εδώ και τους εκεί…)

S.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2015

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΤΥΧΙΑ;

Σπάνια ο καλός μας άνθρωπος μιλούσε. Αλλά τις ελάχιστες φορές που το έκανε, άξιζε τον κόπο. 

Τι είναι ευτυχία… 

"Έπρεπε να γεράσω, αγόρι μου, για να μάθω τι είναι ευτυχία. Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια… Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμήσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν… Χάσιμο χρόνου. Θα το δείς κι εσύ όσο μεγαλώνεις... "

S.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ


Με δρεπάνι κόκκινο η νύχτα  
Κάτι κλάδευε χτες το φεγγάρι
Στην αυλή μεσήλικο καλοκαίρι
Ρυτιδώνει τ’ αυλάκια της προσμονής
Η σπορά ό τι έδωσε, έδωσε
Ανάμεσα Σάββατο και Κυριακή
Μια άλλη μέρα αποσιωπήθηκε
Τόσο απασχολημένοι και άδειοι
Δεν καταλάβαμε την αναστροφή
Του χρόνου οι αφανισμένοι δείχτες
Κινούνταν χωρίς συνείδηση βεβαιότητας
Το αύριο προνόμιο των τολμηρών
Κάποια στιγμή θα ορθώσει ανάστημα
Απρόσμενο κύμα σε απάνεμη ακτή
Εδώ η κατακτημένη θάλασσα
Με την ίδια ασυγχώρητη ειρωνεία
Καγχάζει την αργοπορία του ήλιου
Ψηλαφώντας το λίγο ακόμη
Έτοιμη πάντα προς αναχώρηση

S.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΦΛΕΓΟΜΕΝΟΣ


Ακόμα μια στρώση αρμύρας στο δέρμα του χρόνου που ξεδιπλώνει το όγδοο θαύμα του. Η απόκρυφη θλίψη του δειλινού. Τόσο φως για έναν τόσο σκοτεινό κόσμο δε χωράει στις στενές κόγχες του προσώπου. Ακούς τον ήχο απ' τα βήματα των ημερών. 
Αύγουστος φλεγόμενος και καιόμενος. Άλλη βάτος. Θα αποτεφρωθεί το φθινόπωρο.
Στην αφή του ύπνου σου χάδι από νύχτες καλλονές. Ξέθωρο το σκοτάδι τους, σαν ορθάνοιχτο όστρακο με ανέγγιχτο μαργαριτάρι. Απλησίαστο.
Προγραμματίζεις το επόμενο λιμάνι. Τα πόδια σου επιλέγουν διαφορετικές διαδρομές απ’ το νου σου. Ίσως συναντηθούν κάποτε. Να καταμετρήσουν τους παρόντες και τους απόντες στις κιτρινισμένες φωτογραφίες άλλων καλοκαιριών. Ανάμεσα σε τσιγάρα, γέλια και μυστικές δεξαμενές δακρύων. Δε θέλεις να το παραδεχτείς. Σφίγγεις ένα άσπρο μαντίλι στο χέρι σου. Ύστερα το σαλεύεις αργά. Μοιάζει με παγιδευμένο γλάρο. Ούτε καλωσορίσματα ούτε αποχαιρετισμοί.
Μόνο ονειρεύεσαι αψεγάδιαστο ορίζοντα και ελεγχόμενες πτήσεις ως τα κοντινά βράχια…

S.

Τραγωδία / Θωμάς Γκόρπας (1935 -2003)




Κανείς δε σκέφτηκε να κλείσει φεύγοντας την πόρτα
   
κανείς δε σκέφτηκε τον άνεμο που θα 'ρχονταν σε λίγο
κανείς δε σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του
φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια
που θα 'διναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.
Θέλω να σ’ αγαπήσω μα δεν γίνεται έχω αργήσει
Θέλω να σ’ αγαπήσω όσο δεν μ’ αγάπησε κανένας
να σκιστώ για σένα ν’ αλλάξω γειτονιά ν’ αλλάξω στέκια.
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν
τώρα ξαφνικά νερά μού έκλεισαν όλους τους δρόμους
τώρα παλιά λαϊκά τραγούδια βαραίνουν τον αέρα…
Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω πού θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες στο τελευταίο σκοτάδι…
Και θα 'χω άραγε την παλιά καρδιά;

ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ

ΠΗΓΗ:http://eimaistahaimou.blogspot.gr/

S.

ΣΤΕΡΗΣΗ


Κατέγραψα όλη τη στέρηση
Στο ερημητήριο του χρόνου
Τώρα με καίει η θάλασσα
Μ’ εκείνη την παλιά αλμύρα της
Κρατάει απ’ το γιακά την προσμονή
Στις εσχατιές άλλων οριζόντων
Αποταμιεύει εικόνες στα μάτια μου
Αντίτιμο στο γραμμάτιο της λησμονιάς
Επιβάλει προσωρινή ανακωχή
Στα χαρακώματα του λόγου
Μόνο οι κραυγές των γλάρων
Τρυπάνε το κέλυφος των ημερών
Γέμισε τρύπες ο νους μου
Κύματα μπαινοβγαίνουν
Πλημμυρίζουν οι μέρες μου
Ταξιδιώτες χωρίς προορισμό
Όπως οι απόδημοι έρωτες
Στη χώρα του ποτέ 

S.

Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Τόσα καλοκαίρια έκανα την αντίστροφη διαδρομή. Όταν οι άλλοι πήγαιναν εγώ ερχόμουν. Χωμένη βαθιά στο παραμύθι και τη μαγεία της νησιώτικης επαρχίας, δικαίως -ως κάποτε παιδί της πόλης- εκστατικός παρατηρητής θαυμάτων, χρωμάτων, εναλλαγών και αρωμάτων των τοπίων αναμασούσα την κοινοτυπία για τον άνθρωπο της φύσης. Αλήθεια αναμφισβήτητη!
Τρεις φορές το χρόνο το βελάκι της διαδρομής μου στρεφόταν πίσω. Τότε που οι άλλοι έρχονταν, κυρίως Πάσχα και καλοκαίρι, έφτανε η ώρα της δικής μου δια ολίγον μετανάστευσης. Εποχικός μετανάστης της πόλης και της τρέλας της.
Ώσπου η ρίζα μου -αν και στην άμμο- άρχισε πλέον να πριονίζεται όταν το περιορισμένο, χαζοχαρούμενο και ευτελές της περίκλειστης νοοτροπίας του νησιού συν η αλλαγή της ατραπού στην προσωπική μου ζωή, με οδήγησαν στην πόρτα εξόδου απ’ το απέραντο γαλάζιο, ειδυλλιακό σκηνικό.
Θαυμάσια τα παραδοσιακά πλακόστρωτα δρομάκια, τα κατσίκια-εκκλησάκια, οι υπέροχες μεταπτώσεις της θάλασσας, οι ειρηνιστές κι οι Γότθοι που καταφτάνουν κάθε αρχή και τέλος καλοκαιριού, η νεκρική σιγή της πρώτης φθινοπωρινής βροχής, ο μαρασμός πριν την αναγέννηση, ο αέναος κύκλος ξανά και ξανά, δε φτάνουν πια, πιο σωστά δε μου φτάνουν, ελλιπές το αριστουργηματικό πορτρέτο χωρίς μια πινελιά στοχαστικής απεικόνισης του πνεύματος και της αναζήτησης που ορίζει τον άνθρωπο ή που θα 'πρεπε να ορίζει τον άνθρωπο.
Πληρότητα ίσως να υπάρχει στους αυτόχθονες, είτε καταπιάνονται με τη γη είτε με το υγρό στοιχείο. Είναι αλλού παπά ευαγγέλια αυτοί. Οι τελευταίοι ευτυχείς του πλανήτη. Τους ζηλεύω αλλά δε γίνεται να τους μοιάσω.
Αναγκάζομαι λοιπόν να παραδεχτώ όχι ως δια της βίας, αλλά ως δια της συνειδητοποίησης ότι οι εδώ προσδοκίες μου πνέουν τα λοίσθια και η επιστροφή στην πόλη είναι πλέον μονόδρομος.
Τελευταίο μου καλοκαίρι στο νησί λοιπόν με την ιδιότητα του μόνιμου -τι ειρωνία!-κατοίκου και Δεκαπενταύγουστος.
Το φθινόπωρο θα με βρει να χορεύω ψαρωμένη και αδέξια στους ασαφείς αλλά ενδιαφέροντες ρυθμούς μιας εκ νέου ανεξερεύνητης μουσικής, περισσότερο σχιζοφρενικής, κάτω από το ψυχεδελικό πρίσμα μιας λυτρωτικής ανωνυμίας.
Ακούγεται η σειρήνα του πλοίου της γραμμής. Μια διαφορετική σειρήνα με προσκαλεί σ’ ένα ανατρεπτικό ταξίδι χωρίς ευοίωνη ή δυσοίωνη πρόγνωση.
Ακολουθώ τα βήματά μου και προετοιμάζομαι για το αβάπτιστο που έρχεται.
Η κοίμηση της Θεοτόκου κυοφορεί μέσα μου περίεργα ξυπνήματα…

S.


Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΚΟΜΠΟΛΟΪ

Το βρήκα στο μαγαζί επιστήθιας φίλης και το αγόρασα μια δύσκολη νύχτα. Το ίδιο δύσκολη όπως και οι μέρες που προηγήθηκαν.
«Πάρ’το μου είπε. Θα σε βοηθήσει. Το γαλάζιο κατευνάζει την ταραχή του νου και βοηθά στη συγκέντρωση».
Ήταν μια ευκαιρία σκέφτηκα. Το υφαντό της ψυχής μου κουβάρι, πάλευα μέρες να ισορροπήσω.
Το λάτρεψα...
Η λεία υφή της σάρκας του, η στρογγυλάδα που άφηνε κάτι ανεπαίσθητα τρυφερό στα δάχτυλά μου. Πιο πολύ με μάγεψαν τα ραγίσματα στις χάντρες του. Σαν σπασμένες και ξανακολλημένες. Αντανακλούσε πλήρως τον εσωτερικό μου κόσμο.
Έλεγα στον εαυτό μου ότι παίζοντάς το, ίσως κατάφερνα να συμμαζέψω κάπως τη μικρή αλλά υπαρκτή παρεκτροπή μου με τον καπνό. Αντί να στρίβω κάθε τρεις και λίγο, μ’ αυτό θ’ απασχολούσα τουλάχιστον τα χέρια μου.
Την επομένη βρέθηκα μ’ ένα φίλο και του το’ δειξα.
«Μπα», μου είπε, «δεν τα συμπαθώ αυτά τα ψεύτικα. Κάνουν κούφιο ήχο. Μόνο όσα είναι από σκόνη κεχριμπαριού».
Εμένα πάλι ο ήχος του μ’ άρεσε. Ακριβώς αυτό το ξερό τικ τακ, καθώς έπεφτε η μια χάντρα πάνω στην άλλη, έφτανε στ’ αυτιά μου σαν απόηχος από μυθικό καλπασμό.
Λίγες μέρες μετά το τοπίο άρχισε να ξαναστήνεται μέσα μου. Όμως το κάπνισμα δεν το’ κοψα.
Ένα βράδυ βρήκα ένα μήνυμα στο κινητό μου απ’ τη φίλη που μου το πούλησε:
«Δουλεύει το μπεγλέρι;»
«Έτσι κι έτσι », της απάντησα.
«Πάντως η ψυχολογία μου ανέβηκε λίγο».
Ανέβηκε είπα και στον εαυτό μου κι ας μην έγινε κεχριμαπρένια. Δεν πειράζει. Σημασία έχει να πηγαίνεις παρακάτω. Να κατανοείς όταν χρειάζεται, να συγχωρείς όταν πρέπει. Πρώτα τον εαυτό σου και μετά τους άλλους. Να πηγαίνεις παρακάτω, δηλαδή μπροστά, όπως αυτό το τικ τακ της πτώσης, να γίνεσαι χάντρα που κυλάει.
Είναι ένας δρόμος κι αυτός, ίσως ο πιο ανθρώπινος. Έστω κι αν υπάρχουν ραγίσματα. Άλλωστε ποιος μπορεί να διεκδικήσει το μονοπώλιο της ακεραιότητας;


S.

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

[Η ποίηση ως «είδος πρώτης ανάγκης»] του Παντελή Μπουκάλα

On 12 January, 2015 by BIBLIOTHEQUE

'Οσες γλώσσες κι αν τυχαίνει να κατέχουμε, κι όση κι αν είναι η φιλομάθεια και η αναγνωστική μας όρεξη αλλά και ο χρόνος που μπορεί να τους αφιερωθεί, η γνώση μας για την παγκόσμια λογοτεχνία δεν γίνεται να είναι παρά μερική και αποσπασματική και να παρακολουθεί, ώς ένα βαθμό, τους εκάστοτε συρμούς. Φυσικό μοιάζει κατόπιν αυτού το ότι η λογοτεχνία κάθε χώρας εκπροσωπείται στη μνήμη μας από δυο-τρία ηχηρά ονόματα (ενίοτε και ένα μόνο), ενώ γύρω τους κυκλοφορούν σαν «άδοξοι» δορυφόροι λιγοστοί «ελάσσονες» που μπορεί και να είναι μείζονες, απλώς η μετάφραση, πράξη δημοκρατική ούτως ή άλλως, δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το δικό τους έργο. 
 

Αίφνης, η ποίηση της Χιλής, που αποτελεί λαμπρό κεφάλαιο της πλούσιας λατινοαμερικανικής ποίησης (μια καλή γεύση της οποίας αποκτήσαμε πολλά χρόνια πριν με την ανθολογία του Ρήγα Καππάτου «Δεκαέξι Λατινοαμερικανοί ποιητές», εκδ. Καραβία, 1980) αντιπροσωπεύεται στην ουσία διεθνώς από ένα και μόνο όνομα, επιβλητικό βέβαια: τον Πάμπλο Νερούδα. Κι όμως, δίπλα στον δικό του όγκο, και κάποτε υπό τη σκιά του ή και σε εκλογοτεχνισμένη αντιδικία μαζί του, υπήρξαν κι άλλοι άξιοι ποιητές. Περισσότερο γνωστός ανάμεσα σε αυτούς τους λιγότερο φημισμένους είναι ο Νικάνορ Πάρα, με το αρχαιοελληνικής καταγωγής μικρό του όνομα, κατά την αρκετά διαδεδομένη στη Λατινική Αμερική συνήθεια, όπως ξερουμε και από το ποδόσφαιρο, από τον Σώκρατες λ.χ. αν τώρα το «Νικάνωρ» κρατάει από τον Μακεδόνα ναύαρχο, γαμπρό του Αριστοτέλη και συμμαθητή του Μεγαλέξανδρου, ή από τον Αλεξανδρινό γραμματικό του 2ου αιώνα μ.Χ. που έγραψε για τον Ομηρο και τον Καλλίμαχο, δεν το ξέρω, προκρίνω πάντως το δεύτερο, αφού μιλάμε για άνθρωπο των γραμμάτων κι όχι των αρμάτων.
Γλωσσικά απελευθερωμένος (στα όρια της βωμολογίας θα έλεγαν κάποιοι υπερευαίσθητοι), ένας ασεβής χλευαστής του λογοτεχνικού καθωσπρεπισμού και της «ποίησης δωματίου» που πνίγεται από το άγχος του εντυπωσιακού ευρήματος, ο «αντιποιητής» Πάρα, πιστός στην άποψή του ότι «στην ποίηση όλα επιτρέπονται» ειρωνεύεται και στηλιτεύει, αποκαθηλώνει ή στιχουργεί μ’ εκείνο τον ψυχρό, σχεδόν μαθηματικό τρόπο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, αποκηρύσσει («την ποίηση του σαλονιού») και επιλέγει («την ποίηση της δημόσιας πλατείας / την ποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας»), θεολογεί σαν άθεος (αυτή δεν είναι η γονιμότερη εκδοχή θεολογίας;) και, κατά τη ρητή του πίστη, «αλλάζει τα ονόματα των πραγμάτων», ίσως επειδή η αλλαγή των ίδιων των πραγμάτων αποδεικνύεται πάντοτε πολύ δυσκολότερη απ’ όσο ορίζουν οι μετασχηματιστικές του κόσμου επιθυμίες μας.
 
Στο δικό μου αυτί δεν είναι λίγες και ασήμαντες οι στιγμές που διακρίνω μια συγγένεια μεθόδου και στόχου με την ποίηση του 'Αρη Αλεξάνδρου και του Μανόλη Αναγνωστάκη, συγγένεια που (πιθανότατα χωρίς να είναι σε γνώση κανενός από τους τυχαίως «συμβαλλομένους», όπως συχνά συμβαίνει στη λογοτεχνία) αποκαλύπτεται στον τρόπο του σαρκασμού, της παρρησίας και της αποτελεσματικά οικονομημένης φράσης, αλλά και στην άσκηση κριτικής σε άλλους ποιητές ή ποιητικούς τρόπους δια της ίδιας της ποιήσεως. Σαφέστερο ποίημα ως προς όλα τούτα είναι το εναρκτήριο της συλλογής, το «Manifiesto», η «Διακήρυξη», όπως επιλέγει να αποδώσει τον τίτλο ο Χιόνης. Λίγοι στίχοι του ποιήματος αυτού πολύ μιλούν καλύτερα από οποιονδήποτε «εξηγητή» τους:
 
«Κυρίες και κύριοι / αυτή είναι η τελευταία λέξη μας / -η πρώτη και τελευταία λέξη μας- / Οι ποιητές κατεβήκανε απ’ τον Όλυμπο // Για τους παλιότερους / η ποίηση ήταν ένα είδος πολυτέλειας / Για μας ωστόσο πρώτης ανάγκης είδος είναι: / αδύνατο χωρίς αυτή να ζήσουμε. // Σ’ αντίθεση με τους παλιότερους / -κι αυτό το λέω με σέβας- / εμείς υποστηρίζουμε / ότι ο ποιητής δεν είναι αλχημιστής / Ο ποιητής είν’ ένας άνθρωπος κι αυτός / ένας χτίστης που χτίζει τον τοίχο του: / ένας κατασκευαστής θυρών και παραθύρων. // Εμείς κουβεντιάζουμε / σε γλώσσα καθημερινή / Σύμβολα καβαλιστικά δεν θέλουμε. // […] Δεν πιστεύουμε σε νύμφες ή τρίτωνες. / Η ποίηση πρέπει να είν’ αυτό: / μια κοπελιά ανάμεσα στα στάχυα / ή να μην είναι τίποτε».
 
Για την ποίηση σαν τον «καλύτερο τοίχο να κρύψουμε το πρόσωπό μας» μιλάει ο Αναγνωστάκης. Σαν «χτίστη που χτίζει τον τοίχο του» βλέπει τον ποιητή ο Πάρα αλλά και σαν κατασκευαστή θυρών και παραθύρων, σαν δημιουργό πόρων δηλαδή.
 
[από τη Καθημερινή / 13-1-2009]
ΠΗΓΗ: http://www.bibliotheque.gr/article/39452

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Ο δρόμος τελειώνει σ’ ένα φωτεινό χρώμα (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960)

Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά, ό,τι γίνεται μέσα 
μου γίνεται ξαφνικά: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμα.Ένα πλήθος κρεμάστηκε απ’ τη σπάνια κλωστή που έκλωθε εκείνη την ώρα η ψυχή μου κι αυτή άντεχε δεν έσπαγε.
 (Γιώργος Χειμωνάς, Γράφω ένα βιβλίο που με αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατο»)


Όλα ήταν μια ευτυχία πόσο σας αγαπώ φώναξα θα πεθάνω για σας. Αγαπούσα την κάθε μια μορφή χωριστά και μαζί όλες η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφο που το σκόρπιζε ο αέρας το χώριζε σε χίλια κομμάτια κι ύστερα πάλι τα ένωνε η αγάπη μου ήταν ένα σύννεφο που σκέπαζε όλον τον ουρανό λευκό και μεγάλο σας αγαπώ.

Ξαφνικά κατάλαβα πως εγώ τους αγαπούσα κι εκείνοι με κοίταζαν μ’ ένα μικρό χαμόγελο. Στεκόμουν μ’ ανοιχτά χέρια κι εκείνοι μάκραιναν και τους είπα θα ’ρθω μαζί σας. Με κοίταζαν με άδειο χαμόγελο και προχωρούσαν κι εγώ στεκόμουν κι έβλεπα να με προσερνάν και να μακραίνουν. Δεν μπορούσα να κάνω βήμα ήμουν σαν φυτό που πάλευε να ξεκολλήσει τις ρίζες του από το χώμα κι ήθελα να τους πάρω από πίσω. Στεκόμουν κι εκείνοι φεύγαν δεν έλεγαν έλα χαμογελούσαν.

Έμεινα από τότε μονάχος κι έπαψα να κλαίω η αγάπη στέρεψε κι έπαψε να τρέχει. Ο δρόμος γεμίζει κόσμο κάθε φορά που έχει ματς κι όταν είναι η Έκθεση κι όταν περνάν οι κηδείες γιατί είναι κοντά στο νεκροταφείο. Η μάνα λέει να κλείνουμε τα παράθυρα όταν περνάν οι κηδείες. Τα κλείνω κι ακούω από μέσα το χαρχάλεμα της πομπής καθώς τα ποδάρια της σέρνονται στις πέτρες. Πριν από μέρες καθώς γυρνούσα είδα στον δρόμο έναν άνθρωπο που έμοιαζε με μύγα μόλις τον είδα είπα να μια μύγα. Το παλτό του ήταν μακρύ κι ανέμιζε.
(γράφω ένα βιβλίο που μ' αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατος»)


[Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ του]

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

ΑΙΣΙΟΝ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΕΣ ΤΟ ΝΕΟ ΚΡΥΟ

Φαρμάκι στη γλώσσα του καιρού 
Αναμασάμε ευχολόγια κι απευχόμαστε
Στα όρη στα άγρια βουνά το κακό
Αλλά δεν ξεκουμπίζεται μόνο του βλέπεις
Η ίδια θλίψη ψύξη απ’ τις χαραμάδες
Ψάχνει στο σώμα σου το κρεβάτι της
Σκεπάζεται με όσα δε θέλησες να πεις
Μιλάει τη γλώσσα ενός πεθαμένου κούκου
Αθώου χωρίς υποψία άνοιξης στα φτερά του
Ποιος θα μπορέσει να συνετίσει το σκοτάδι
Όταν έρχεται έρποντας πίσω σου
Τυλιγμένο σ’ εκείνο το μακρύ παλτό
Πιάνοντας αθόρυβα θέση στον εξώστη του νου
Αναποδογύρισε λοιπόν τα μάτια σου
Να στάξεις λίγο άσπρο στο στόμα του
Μέτρησε αντίστροφα τα δάχτυλα της νύχτας
Σήκωσε κι άλλο παγωμένο ποτήρι
Με μια πρόποση για κείνα που δεν ήρθαν
Αίσιον και ευτυχές το νέο κρύο λοιπόν…

S.