Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΑΝΤΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

Αμετάπειστο φως
Καλεί σε βοήθεια
Όταν η νύχτα το μαδάει
Δάχτυλα ανοιχτά βουλιάζουν
Πριν τα καταπιεί το νερό
Ανάμεσά τους περνάς
Ξέρεις να καταδύεσαι
Ρίχνεις άγκυρα μέσα μου
Με κομμένη αλυσίδα
Ξεμακραίνεις
Σε αισθάνομαι
Χωρίς να σε βλέπω
Στίβω τα μάτια μου
Δυνατά να ξεκολλήσουν
Κυλάνε στο πάτωμα
Στα τυφλά τα μαζεύω
Μη βλέπουν τόσο χαμηλά
Ψάχνω κατάρτι
Να τα κρεμάσω
Αλλά έχεις ήδη φύγει
Ενώ είσαι ακόμα εδώ
Κινούμενη άμμος
Λέγεται ο έρωτας
Μια υπόσχεση
Κυριακάτικης εκδρομής
Που θα ματαιώνεται πάντα Δευτέρα


Stavronia

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

ΗΓΓΙΚΕΝ Η ΩΡΑ

Κοιτάζω το σκοτεινό νερό. Θα υπάρχει τρόπος διαφυγής. Παρόλο που ό, τι δημιουργήθηκε για να ρέει έχει τη δύναμη να σε καθηλώσει. Για λίγο, για πολύ ή για πάντα. Όπως όταν ψάχνεις μια υποτυπώδη απάντηση στο ερώτημα για το δικό σου χαμένο χρόνο. Εκεί που όλα υφίστανται όσο αυτοαναιρούνται. Όμως διαπράττω ύβρη απέναντι στον εαυτό μου βάζοντας τέτοια ερωτήματα. Ούτως ή άλλως δεν ξέρω τίποτα για το χρόνο αφού είμαι μέρος της συλλογής των παιχνιδιών του.
Ποτέ δε θα μάθω. Τουλάχιστον σ’ αυτήν την περιορισμένη διάσταση της καμπύλης μου. Τι είναι χαμένο και τι όχι; Μια ώρα, μια μέρα, ένας αιώνας;
Το μόνο που ξέρω μόνο ότι κατασκηνώνουν μέσα μας οι τόποι. Φυλακίζοντας το απειροελάχιστο της παρουσίας μας. Δεν ρίχνουμε εμείς το θεμέλιο λίθο μέσα στο φιλόξενο ή άξενο σώμα τους. Εκείνοι μας κατοικούν. Υπάρχουν άνθρωποι που συναντούν τον εαυτό τους ταξιδεύοντας διαρκώς. Άλλοι κάνουν το ίδιο ριζώνοντας στο ίδιο χώμα. Μόνο με το εισιτήριο της φαντασίας, απεριορίστων διαδρομών και χωρίς υλικό αντίτιμο. Με αντίτιμο άλλου είδους. Ιδανικό κι ίσως ανάξιο.
Έξω αμέτρητα σιντριβάνια ενώνουν τις φωνές τους και απαιτούν την προσοχή μου. Σκέφτομαι ότι ο πρώτος τυφλός ποιητής στάλαξε μέσα μου την αγάπη για την ποίηση και τα ταξίδια. Την περιπέτεια της ψυχής.
Κλείνω σχεδόν μια εικοσαετία σε τούτο τον οίνοπα πόντο του Ομήρου. Ο αποθρώσκων καπνός του νόστου όλο και με πνίγει. Τώρα περισσότερο από ποτέ συμπάσχω με τον πολυμήχανο και πολυταλανισμένο ήρωα των μαθητικών μου χρόνων. Ήγγικεν η ώρα, με προτρέπει κάποιος με τη φωνή του ενώ το μετεωρολογικό δελτίο εκδίδει ανακοίνωση ακραίων καιρικών φαινομένων. Προετοιμάζομαι για να ρίξω το τελευταίο μου πλεούμενο στη θάλασσα…



Stavronia

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Ο αέρας θα εισβάλλει απ’ όλα τα ανοίγματα
Κάπου επιβάλλεται ν’ αφήσει το φορτίο της αλλαγής
Σκόνη κι αλμύρα ο απολογισμός της νύχτας
Η θάλασσα του φθινοπώρου αποδημεί αλλιώς
Δεν αντέχει ευγένειες και φιλοφρονήσεις
Λέει στρέφομαι, συστρέφομαι, επιστρέφω σε μένα
Όχι μόνη ούτε μαζί, επιθανάτιος ρόγχος ζωής
Χάρτινες βάρκες οι λέξεις θα βουλιάξουν

Αρχίζει ή τελειώνει η συγκομιδή της σιωπής;

Stavronia

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

Να αρμενίζεις/ Toυ Θοδωρή Γκόνη



photo: nancyvioletavelez@flickr
photo: nancyvioletavelez@flick
Όπου συννεφιά και κόσμος.
Το γνωρίζουν οι ναυτικοί. 
Το ξέρουν όσοι ταξιδεύουν.
 Όσοι βολτατζάρουν.
Οι ποντοπόροι.
Αυτοί που αγαπούν τη θάλασσα. 
Την αρμυρή δροσιά της.
Τα σύννεφα προτιμούν την ξηρά. 
Εκεί κατασκηνώνουν.
Εκεί αδειάζουν τον κεραυνό τους. 
Κατακέφαλα. 
Μέσα τους κρύβουν τον δύστροπο, αλλοπρόσαλλο Θεό τους. 
Τις δέκα εντολές, τις συμβουλές του.
Με τα πανιά μας ανοιχτά, την άγκυρα στη μάσκα, γερμένοι, κρεμασμένοι στα ρέλια, ξεκινάμε: «Πορεία προς το νοτιά».Δεκαπέντε χρόνια συννεφιά, είναι πολλά. Στη θάλασσα! Στη θάλασσα! «Άλλος λάμπει ουρανός, άλλα κλωνάρια».
Ισθμοί, πορθμοί, στήλες Ηράκλειες, στενά, και συμπληγάδες, μικρές και μεγάλες Κυκλάδες οι δρόμοι μας. Η άσπρη φάλαινα. Ο Μόμπι Ντικ. Ακρωτήρια, κάβοι και φανάρια χτισμένα πάνω στα νερά. Νερά μαβιά, μελανιασμένα, άγρια, σαν το ατσάλι και το κρύσταλλο. Πράσινα φουρτουνιασμένα σαν εσένα.
Να αρμενίζεις, όχι να ζεις. Αυτό είναι το αναγκαίο, αυτό το δύσκολο, αυτό η ζωή η ίδια. Αυτό ήθελες πάντα. Ποτέ δεν ήθελες να γίνεις, την ήξερες την παγίδα, τον φοβόσουνα το ρόλο αυτόν που σε απέκλειε από τις άπειρες τις δυνατότητες της ίδιας της ζωής. Ποτέ θα γίνω. Πάντα δεν θα γίνω.
Ένα λοιπόν μπορούμε να πούμε τώρα που στολιστήκαμε σκουριά, φούμο και σκόνη. Τώρα που αρματώνουμε πανιά. Ένα.
Αυτό θα γράψουμε, θα σκαλίσουμε πάνω στην πλώρη, με τα δικά μας, τα μεγάλα γράμματα, τα άλικα, τα ανεξίτηλα, αυτό θα κάνουμε οικόσημο και έμβλημα.
«ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ» 

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΑ

Λαθροχειρία φωτός                                        
Διαρκές σκοτάδι
Από μετρήσιμους  ήλιους
Το αύριο δε θα ακυρώσει τη νύχτα
Απλά θα την μεταμφιέσει
Σε κάτι λιγότερο τρομακτικό
Μέσα από τη ρευστότητα
Του καθημερινού status quo
Θα αναβλύσει κάποτε το μετά
Με καινούργιο όνομα
Τώρα θα το βαφτίσουν
Αφού το παρόν γίνεται αστραπιαία μέλλον
Το παρελθόν χάνεται όλο και βαθύτερα
Στην κρύπτη μιας ιστορίας
Που δεν αφορά κανέναν
Η συνέχεια από αόρατη μελάνη
Μόνο αυτή θα υπάρχει
Ενώ εσύ θα παραμένεις
Με το ίδιο απορημένο ύφος
Όταν όλα θα έχουν απαντηθεί
Μην το ψάχνεις
Είναι επικίνδυνες οι ερωτήσεις
Συνήθως υποθάλπουν  την έρευνα
Κι η έρευνα τη δράση
Ακόμα χειρότερα την αντίδραση
Δύσκολοι καιροί για ερωτήσεις
Εύκολοι για πρίγκιπες
Όχι μόνο γαλαζοαίματους
Ανεξαρτήτου προέλευσης
Τελικά αν το καλοσκεφτείς
Όλα είναι ζήτημα αίματος
Γι’ αυτό γέμισε η ζωή μας
Απερίφραχτα ναρκοπέδια
Για εκκαθάριση ονείρων

Stavronia

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Ιωάννα Διαμαντοπούλου, «Η άστεγη μέρα», εκδ. Μελάνι, 2014

Κάποιος στο δρόμο
θέλησε να μου χαρίσει τη μισή του στενοχώρια,
είπα όμως λάθος το όνομα της πόλης όταν μου ζητήθηκε
και βρέθηκα αλλού.
Αφελές εδώ το τοπίο αφού δεν έχει κρύπτες
κι ο ουρανός στάζει από πάνω του.
Ήρθαν οι βάρβαροι, το είδαν και φύγαν.
Μια αλήθεια που αδυνατίζει, λιώνει στα χέρια σου.
Μια κραυγή νερού φτιαγμένη από άλφα, η θάλασσα.
Εκβιάζει τις μυρωδιές πρώτα να ‘ρθουν και μετά να μείνουν.
Είναι πολλά τα μυστικά, 
γι’ αυτό ο νους γίνεται αυλή της καρδιάς,
τόπος απογευματινών συναντήσεων με ανοιχτά ραδιόφωνα.
Για αβαρείς ειδήσεις.
Εκεί που πληγώνει ο λόγος τη σιωπή, δεν ανθίζει ποτέ τίποτα.

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Κλείτος ΚΥΡΟΥ, «Κυριακή απόγευμα»…

Παραθαλάσσιο κέντρο/ καρέκλες και τραπέζια ξέχειλα από κόσμο           
μουσική χειροκροτήματα/ ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά/τα παιδιά τρέχουν
στη θάλασσα σέρνονται φώτα/ τραγούδια/ (Σκέφτεσαι αμέσως Καρυωτάκη)
Στους δρόμους διαβαίνουν κορίτσια/ βραδιάζει/ οι εκδρομείς επιστρέφουν
με λουλούδια/ με λιοκαμένα πρόσωπα/ χαρούμενοι
(θλίβεσαι που έχασες μια Κυριακή)
Άγγλοι αντιπαθητικοί/ ένα ζευγάρι όμορφες γάμπες
μέσα σ’ ένα βιαστικό λεωφορείο/ Άλλος και φεύγουμε!
Λάμπες ασετυλίνης/ οι δρόμοι αδειάζουν
κορμιά κολλημένα στους τοίχους
λαχανιασμένοι ψίθυροι/ (νιώθουμε ξένοι, μόνοι πολύ μόνοι)
Ποιος θα μας σώσει/ ποιος θα μας ξεκουράσει
κατά πού να γυρίσουμε
(είμαστε νικημένοι
και τόσες Κυριακές μπροστά μας)

Κλείτος Κύρου, Εν όλω συγκομιδή, εκδ. Άγρα)


Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

[Το Τερατώδες Αριστούργημα] του Γιάννη Ρίτσου

Σχέδιο του Γ. Ρίτσου σε πέτρα
(αποσπάσματα)

οι συμβουλές είναι εύκολες όταν έχεις δυο καρέκλες                      
ν’ απλώνεις τα πόδια σου και μεγάλη λιακάδα
όταν έχεις ένα δεύτερο καφέ συνέχεια παγωμένο νερό και μια τέντα ραβδωτή πράσινη κι άσπρη
όταν δεν έχεις να πληρώνεις νοίκι με καρφιά στον τοίχο κ’ ένα καθρεφτάκι για το ξύρισμα που πουθενά δεν στεριώνει αυτά ήταν όλα κι όλα που είχα να σας πω με την ανεμελιά του νυν χορτάτου
μ’ ενδιέφεραν πάντοτε τα καταστήματα ειδών υγιεινής
ιδίως τις νύχτες μετά το σινεμά στην οδό Αχαρνών ή 3ης Σεπτεμβρίου
ή εκείνα στον Άγιο Παντελεήμονα πίσω απ’ τα πολυκλαδεμένα χειμωνιάτικα δέντρα
αντανακλάσεις στην άσφαλτο φώτα ζαχαροπλαστείων μάγκες ταξιτζήδες…
*
και διαβάζαμε στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια για τη σύφιλη
για το σονέτο για τη Σόνια Σονόρε
κι ο Καρυωτάκης δεν είχε πάει ακόμη στην Πρέβεζα
και το στρατσόχαρτο με το χοντρό αλάτι απ΄τις παστές σαρδέλες
δεν είχε ακόμη περάσει στην περιοχή της αισθητικής
*
όμως αυτό ακριβώς δεν μου το συχωρέσανε ποτές οι στέρφοι οι φθονεροί κ’ οι ανίδεοι
κι εκείνοι οι δόλιοι φραγκοφτιασιδωμένοι τελειόφοιτοι Σχολών Φιλελλήνων
διπλωματούχοι της Σορβόνης του Καίμπριτζ του Χάρβαντ
και κόμπαζαν και μου σφενδόνιζαν πέτρες
και λέγαν πως δεν έχω ιδέαν απ΄το ξ υ ν ό ν και το ε ν ο ν του ιερατικού Ηράκλειτου
και μ’ ακοντίζανε οι νωθροί τις κατηγορίες του κομπογιαννίτη και του πολυγράφου
κι από κοντά τους σεγκοντάριζαν τα σκυλιά της Ασφάλειας όμως εγώ χαμογελούσα κ’ έκρυβα κάτω από το κρεβάτι μου τις εννιά μου χιλιάδες περιστέρια
*
και γέλασα πολύ δυνατά για να μπορέσω επιτέλους να πω κ’ εγώ
τα πράγματα με το πραγματικό όνομά τους
το γαμήσι γαμήσι
το γκάστρωμα γκάστρωμα
το κόκκινο πουκάμισο
και μια βάρκα με τρία γυμνά κοριτσόπουλα
και το βαρκάρη στη θάλασσα μ’ ένα κουπί στα δόντια του
και μια όρθια κιθάρα μες στο φανάρι
*
μετά μου χρειάστηκε μια βροχερή μέρα
ένα τραίνο στο Βόλο φορτωμένο κάρβουνο
μια πομπή μουσκεμένων καταδίκων
τότε που μου ‘φυγε το κασκόλ κ’ έτρεχα πίσω από τον καπνό να το πιάσω
και με νόμισαν ύποπτο και με κράτησαν όμηρο
και μου ‘φερε η Μαρία ένα μονάδικο τριαντάφυλλο στα καπνομάγαζα
και δεν ήξερα τι να το κάνω και το ‘φαγα
κ’ ύστερα το ‘βγαλα από τη μύτη μου κ’ εἰταν ένα τριανταφυλλί κουνέλι
και τότε κατάλαβα πως είμαι ποιητής
κ’ επομένως δίκαιος.

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

ΜΕ ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΚΟΥΔΟΥΝΙΟΥ

Ιδιαίτερη μέρα αλλά και περίεργη... Αυτή που ξανασυναντιόμαστε ή βλεπόμαστε για πρώτη φορά στην αυλή του σχολείου. Εμείς που κοιτάζουμε χαμηλά κι εκείνα ψηλά. Με θάρρος, θράσος, δέος ή φόβο. Μέχρι να συναντηθούν τα βλέμματα ή εσκεμμένα να στραφούν αλλού. Δικαιολογημένα. Έχει μεσολαβήσει ένα καλοκαίρι με τόσο παιχνίδι, τόσο ήλιο και τόση θάλασσα που οι άσπροι τοίχοι με την καγκελόπορτα μοιάζουν με ταινία μυστηρίου ή μια ακόμα γνωστή και βαρετή προβολή για κάποιους άλλους, περισσότερο μυημένους λιλιπούτειους. Όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματα ζωγραφισμένα στα βλέμματα αυτή την πρώτη μέρα.
Τη στιγμή που μικροί ή μεγάλοι αναμετράμε τις δυνάμεις μας και αναλογιζόμαστε το μέλλον -αφού το παρόν συνεχώς μας ξεφεύγει- σε μια μεταιχμιακή εποχή σπαρμένη από ελάχιστα ρόδα και πληθώρα αγκαθιών. Ένα δύσκολο στοίχημα στα όρια της κατανόησης, της αποδοχής ή της απόρριψης ενός κόσμου που αλλάζει δραματικά και τοποθετεί αμφιλεγόμενες και μετακινούμενες βάσεις στην εξέλιξη της πορείας του πολιτισμού και του πνεύματος. Που προχωράει με βιαστικά βήματα να προλάβει, ποιος ξέρει τι, ενώ ταυτόχρονα τραβάει το χαλί κάτω απ' τα πόδια του.
Ο βασιλικός του αγιασμού ας ευωδιάσει τουλάχιστον τη διάθεσή μας. Τα δαιμόνια θα τα εκτιμήσουμε από αύριο. Με το χτύπημα του πρώτου κουδουνιού.
Καλή χρονιά...

Stavronia


Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Η νουβέλα του Λ. Τολστόι

Η νουβέλα "Σονάτα του Κρόιτσερ" γράφτηκε από τον Λ. Τολστόι στη διετία 1887-1889 και εκδόθηκε το 1891.
Βασικό ρόλο στη συγγραφή αυτής της νουβέλας, έπαιξε σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του Τολστόι, ένα "κωμικό ως προς τη γλώσσα του γράμμα, σημαντικό ως προς το περιεχόμενό του, το οποίο αφορούσε την καταπίεση των γυναικών από τις σεξουαλικές απαιτήσεις" μιας γυναίκας σλαβικής καταγωγής. Την ιδέα να δημιουργήσει μια πραγματική νουβέλα του την υπέβαλε φίλος του ηθοποιός, που του ανέφερε την ιστορία ενός συνταξιδιώτη του, μια ιστορία ερωτικής απιστίας της γυναίκας του. Αυτά συνέβησαν στα 1887. Ένα χρόνο αργότερα ταλαντούχοι μουσικοί ερμηνεύουν στη Γιάσναγια Πολιάνα τη σονάτα του Μπετόβεν και ο Τολστόι εντυπωσιάζεται. Προτείνει σε φίλους του ηθοποιό και ζωφράφο να εκφράσουν μέσα από την τέχνη τους την εντύπωση που τους προξένησε η μουσική, αλλά μόνο αυτός προχωρεί στη δημιουργία ενός έργου. Εδώ αναλύονται οι αντιλήψεις του συγγραφέα για τον σαρκικό έρωτα, τις δυσκολίες της έγγαμης ζωής και την ασυνεννοησία ανάμεσα στα δύο φύλα. Πρόκειται για ένα αριστούργημα και ένα δείγμα της σπουδαίας γραφής του ακολουθεί παρακάτω...


Από τη "Σονάτα του Κρόιτσερ"
του Λέοντος Τολστόι (1828 - 1910)
                                                    

…Μάλιστα, έτσι ήταν η κατάσταση λίγο καιρό πριν από το συμβάν.

»Ζούσαμε σαν να είχαμε κάνει ανακωχή και φαινόταν ότι δεν είχαμε λόγους να την παραβιάσουμε. Ξαφνικά, όμως άρχιζε, π.χ., η κουβέντα για ένα σκυλί που είχε πάρει μετάλλιο σε μια έκθεση, όπως έλεγα εγώ. Κι εκείνη έλεγε: «Όχι μετάλλιο, έπαινο». Και αμέσως άρχιζε λογομαχία. Ακολουθούσαν η μετάβαση από το ένα θέμα στο άλλο, τα παράπονα: «Ναι, αυτά είναι γνωστά από τα παλιά, πάντα έτσι είναι, αφού το είπες εσύ…» «Όχι, δεν το είπα εγώ». «Δηλαδή, λέω ψέματα!...» Και άρχιζα πάλι να νιώθω ότι είναι έτοιμος να ξεσπάσει ένας φοβερός καβγάς, από εκείνους που σε κάνουν να θέλεις ή να σκοτωθείς ή να σκοτώσεις τη γυναίκα σου. Ξέρεις ότι τώρα θ’ αρχίσει, και το φοβάσαι όπως ο διάολος το λιβάνι, και γι’ αυτό θέλεις να συγκρατηθείς· αλλά σε κυριεύει η κακία. Και εκείνη, όλο με τον ίδιο και με ακόμη χειρότερο τρόπο, να παρερμηνεύει κάθε μου λέξη δίνοντάς της άλλο νόημα, ενώ κάθε δικιά της λέξη να είναι ποτισμένη με φαρμάκι, και να με χτυπάει συνειδητά στα πιο ευαίσθητα σημεία μου. Όσο προχωράει το πράγμα να γίνεται όλο και χειρότερο. Να της φωνάζω «Σιωπή!» ή κάτι τέτοιο. Να πετάγεται εκείνη από το δωμάτιο και να τρέχει στο δωμάτιο των παιδιών. Να προσπαθώ να την κρατήσω για να τελειώσω τη φράση μου και να αποδείξω κάτι, και να την πιάνω από το χέρι. Να προσποιείται ότι την πόνεσα και να φωνάζει: «Παιδιά, ο πατέρας σας με δέρνει!» Να της φωνάζω: «Μη λες ψέματα!» «Δεν είναι η πρώτη φορά!» να φωνάζει εκείνη ή κάτι παρόμοιο. Τα παιδιά τρέχουν κοντά της. Τα καθησυχάζει. Της λέω: «Μην προσποιείσαι!» Απαντά: «Για σένα είναι προσποίηση. Μπορείς να σκοτώσεις άνθρωπο και μετά να λες ότι προσποιείται! Τώρα σε κατάλαβα. Αυτό θέλεις!» «Δεν μπορούσες να ψοφήσεις;» φωνάζω. Θυμάμαι τι φρίκη μού προξένησαν τα λόγια μου. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα μπορούσα να πω τόσο φοβερά και χυδαία λόγια, και απορώ πώς τα ξεστόμισα. Της φωνάζω αυτά τα φοβερά λόγια και μετά τρέχω στο γραφείο μου, κάθομαι εκεί και καπνίζω. Την ακούω που βγαίνει στο χολ και ετοιμάζεται να φύγει. Τη ρωτάω για πού. Δεν απαντάει. «Και δεν πάει στο διάολο!» λέω στον εαυτό μου, επιστρέφω στο γραφείο μου, ξαπλώνω και καπνίζω. Μού έρχονται στο νου χιλιάδες σχέδια για το πώς να την εκδικηθώ και να γλιτώσω απ’ αυτήν ή για το πώς να επανορθώσω και να κάνω σαν να μη συνέβη τίποτε. Τα σκέφτομαι όλα αυτά και καπνίζω, καπνίζω, καπνίζω. Σκέφτομαι να φύγω μακριά, να κρυφτώ, να πάω στην Αμερική. Φτάνω στο σημείο να ονειροπολώ και να σκέφτομαι πώς θα γλυτώσω απ’ αυτήν και τι ωραία που θα είναι τότε, και πώς μετά θα βρω μια άλλη, ωραία γυναίκα, τελείως διαφορετική. Θα γλιτώσω απ’ αυτήν, είτε με το θάνατό της είτε με το διαζύγιο, και ψάχνω να βρω πώς θα τα καταφέρω. καταλαβαίνω ότι μπερδεύτηκα, ότι δε σκέφτομαι αυτό που πρέπει, αλλά για να μην καταλαβαίνω ότι δε σκέφτομαι αυτό που πρέπει, καπνίζω αδιάκοπα.

»Και η ζωή του σπιτιού συνεχίζεται…

(Μτφ. Όλεγ Τσυμπένκο, εκδ. "Ροές", 2005 / "Το Βήμα", 2010.)

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ Η ΠΡΩΤΗ ΒΡΟΧΗ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

[Άρχισε μια σιγανή βροχή…]

 Έπεφτε μια κίτρινη παλιά βροχή…
 Γ. Κ.

Άρχισε μια σιγανή βροχή αργά προς το βράδυ. Στις πολιτείες ο ουρανός φαίνεται μιαν απέραντη λασπωμένη πεδιάδα. Κι η βροχή είναι μια καλοσύνη, όσο να πεις, δε μοιάζει διόλου με το θάνατο. Μπορείς να βαδίζεις κάποτε χωρίς κανένα σκοπό ή με σκοπό -σου είναι αδιάφορο- Μιαν εποχή μακρινή και νεκρή σα μια βίαια σκισμένη πολυτέλεια. Εγώ συλλογίζομαι πώς και γιατί άραγε μια βροχή μπορεί να σου θυμίζει τόσα πράγματα -Χωρίς αμφιβολία είναι τόσο ανόητο να τα στοχάζεσαι όλα αυτά μια τέτοιαν ώρα- Συλλογίζομαι όμως στις ζεστές χειμωνιάτικες κάμαρες μιαν αλλιώτικη μυρουδιά Ύστερα από τις 6 με τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τ’ αναμμένο φως. Ή μια γωνιά δίπλα στο τζάμι σ’ ένα μεγάλο καφενείο με τις αδιάφορες φωνές. Τα συλλογίζεσαι όλα αυτά με τον πιο απλούστερο τρόπο ολωσδιόλου παιδιάστικα Μπορείς να λησμονείς το κάθε τι, τί τάχα να γυρεύεις εδώ μια τέτοιαν ώρα. Εσύ, ο διπλανός σου, όλος αυτός ο κόσμος που πορεύεται δίπλα σου μες στο σκοτάδι. Αυτή η ανήσυχη σιωπή που πληγώνει περισσότερο κι απ’ το πιο κοφτερό λεπίδι. Να λησμονείς για μιαν ελάχιστη στιγμή πως ίσως δεν τέλειωσε ούτε και απόψε για σένανε το κάθε τι . Τόσο π’ αν τρίξει κάτι αναπάντεχα είναι να σου ξυπνήσει την ακριβήν υπόθεση μιας επιστροφής Τη χειμωνιάτικη ζεστή κάμαρα, το καφενείο με τις πολύχρωμες φωνές.
…Έτσι βρέχει λοιπόν μια κίτρινη βροχή χωρίς τέλος. Μια κίτρινη παλιά βροχή, τη νύχτα, σα μαστίγιο.

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

ΨΙΘΥΡΟΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ

Κατασκοπεύω τα βήματά μου                     
Παλιά συνήθεια
Θλιβερό απομεινάρι
Από το κουτί των αποφάσεων
Για την επόμενη διαδρομή
Στο δρόμο συναντάω κι άλλους
Αλλά δεν υπάρχει κανείς
Βλέπω ό τι θέλω να δω
Συνήθως τίποτα
Οι κινούμενοι στόχοι
Με ζαλίζουν
Μόνο η θάλασσα
Καθηλώνει το βλέμμα μου
Γιατί δεν έρχεται
Ούτε φεύγει
Φτάνω ξανά
Στην αίθουσα αναμονής
Με βρεγμένη διάθεση
Περιμένω άλλον αέρα
Να σκορπίσει τα φύλλα

Κι αυτό το φθινόπωρο
Στα πόδια μου θα τρίξουν
Ψίθυροι αποχαιρετισμών

Stavronia

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Γ. Σεφέρης, [Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο]

«Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι         

σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε 

γράφοντας μένει γεμάτο διαγραφές

αφηρημένα σχέδια στο περιθώριο

κι ερωτηματικά, γυρίσαμε

στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν

στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως

σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι

στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές

καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν

χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.

Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε

στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες…»

(Γ. Σεφέρης, Ένας λόγος για το καλοκαίρι
)