Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΙΣ, ANAXΩΡΗΣΕΙΣ, ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ

Μετακομίσεις. Σπίτια που αλλάζουν ενοίκους.
Τα καλοκαίρια η Ελλάδα ταξιδεύει.    
Τους χειμώνες ζει με το όνειρο του ταξιδιού.
Απ’ τον Ιούνιο ως το Σεπτέμβριο οι σκέψεις πλημμυρίζουν με θάλασσα. Λέω- αυθαίρετα μάλλον- ότι οι νησιώτες ταξιδεύουν λιγότερο συχνά απ’ τους υπόλοιπους Ελλαδίτες. Ίσως γιατί σε τέτοια μέρη υπάρχει μια διαρκής αίσθηση μετακίνησης. Εδώ μας παγιδεύουν και μας κρατούν δέσμιους όλες οι θάλασσες, όλοι οι άνεμοι. Κάθε μέρα η ψυχή μας ανοίγει ή μαζεύει πανιά. Με άγριους βοριάδες, τρικυμισμένες προβλήτες, πλοία που δε φτάνουν,  ελάχιστα φώτα, διάσπαρτα, σπινθήρες σε πλήθος σιωπηλών ωρών, βουνά που τα καταπίνει η καταχνιά, δέντρα καμπουριασμένα απ’ τη λύσσα του καιρού, απαράμιλλης ομορφιάς γλυπτά μνημεία εκεί που η φύση ξεφεύγει απ’ τον άνθρωπο και τη βαρβαρότητά του -για πόσο ακόμα;- ώσπου όλα γίνονται ασημένιοι κήποι του ήλιου και καθρεφτίσματα από αρυτίδωτα νερά. Επιβάλλει το θαύμα του το γαλάζιο.Το κρατούν, φυλαχτό πολύτιμο όσοι φεύγουν. Είτε πρόκειται να ξανάρθουν είτε όχι. Το κοινωνούν έστω και για λίγο οι εποχικοί. Μετακομίσεις, αναχωρήσεις, επιστροφές.
Και το ταξίδι συνεχίζεται...

Stavronia

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Και λίγο παλιομοδίτικο καλοκαίρι μέσα από ποίηση


ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ                                                              

Τα σταφύλια

Ο παππούς μου καθόταν 
στη μέση του χωριού.
Είμασταν όλοι γύρω του παιδιά των γιων
των ανηψιών και των γειτόνων
μες στην τελευταία ακτίνα του βλέμματος
που ολοένα βασίλευε την κόψη του
ξεραμένη πίσω από τους καταρράκτες.
                                                                             
Η μαύρη μάλλινη φορεσιά του.
Μπροστά του απλωνόταν 
ό,τι δεν θα μπορούσε τώρα πια να δει,
ό,τι ίσως είχε κάποτε δει όσα είχαν περάσει.
Πίσω του βρίσκονταν όσα δεν θα 'βλεπε
ό,τι δεν θα μπορούσε ποτέ να δει
το τέλος του καλοκαιριού
που απομακρυνόταν μες στο μέλλον.

Μας άγγιζε αν άπλωνε το μπαστούνι του
αν σηκωνόταν απ' την παλιά ξύλινη καρέκλα
ορθός μες στο σώμα του ήλιου.
Σε λίγο θα 'γερνε η δροσιά.
Καθόμασταν κουρασμένοι στο χώμα
η κάθε μια του μυρουδιά τσιμπημένη
από αεικίνητες κότες.

Του 'φεραν σταφύλια να δροσιστεί.
Σ' ένα τοσοδά πιατάκι πιο μικρό απ' το άλφα του Αυγούστου
ένα μικρούτσικο τσαμπί ρόγες.
Ισως να το 'νιωσε απ' το θρόισμα των ματιών μας
που άγγιζαν λαχταριστά τα λίγα σταφύλια.
Τα 'κοψε ήσυχα ένα ένα και μας τα μοίρασε
ακουμπώντας τα στις απλωμένες παλάμες

Γρήγορα θα περνούσαν οι μέρες του καλοκαιριού.
Πίσω μας τα φτυσμένα κουκούτσια των σταφυλιών
τσιμπολογούσαν οι σκοτεινές κότες της ηλικίας του.
Μπροστά μας οι παραλίες του μέλλοντος πλημμύριζαν
με τα σκληρά κύματα των τρυφερών μας βλεμμάτων.


ΠΗΓΗ: ofisofi

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

ΜΟΥΝΤΙΑΛ ΚΑΙ ΑΓΓΕΛΟΚΡΟΥΣΜΑΤΑ

Είναι η εποχή που βγαίνουν όλα τα αγγελοκρούσματα και οι παράνοιες στην επιφάνεια. Τόσο φως σ’ ένα τόσο σκοτεινιασμένο τοπίο ζωής θέλει αργές και μικρές δόσεις όπως ο αφυδατωμένος που πρέπει να πίνει γουλιά γουλιά το νερό για να ενυδατωθεί. 
Με ρέγουλα, να μην τον πειράξει.
Άσε που έχουμε πνιγεί στις γιγαντο-οθόνες που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στις αυλές των καφενείων, στις πλατείες, στα μπαλκόνια. Καθημερινά στη σελίδα αναζήτησης της Google εναλλάσσονται animations που αφορούν το Μουντιάλ.
Στα γήπεδα του κόσμου η Ελλάδα αναστενάζει. Όχι άδικα. Μετά το θρίαμβο του 2004 και την προσπάθειά μας, έστω κι αν δε στέφθηκε με επιτυχία το 2010, έχουμε μια ακόμα ευκαιρία. Άλλη ευκαιρία όμως αυτή. Αφορά το σύμπαν του ποδοσφαίρου. Αφορά τους φιλάθλους. Δυστυχώς αφορά και τους οπαδούς αν και προτιμώ τους πρώτους απ’ τους δεύτερους παρόλο που δεν παρακολουθώ. Οπότε ούτε κρίνω ούτε ζητωκραυγάζω ούτε συμπάσχω. Ξώφαλτσα μ’ αγγίζουν όλα αυτά. Χωρίς πάντως να υποτιμώ  το πνεύμα του συλλογικού ενθουσιασμού που σχεδόν πάντα πυροδοτείται από δίψα δικαίωσης για τη χαμένη εθνική υπερηφάνεια και το στραπατσαρισμένο πάλαι ποτέ μεγαλείο της φυλής μας. Για το γόητρό μας εν τέλει. Μονοδιάστατη άποψη αλλά αληθής. Έτσι νιώθουμε οι περισσότεροι. 

Οι υπόλοιποι διαπραγματευόμαστε με το σκοτάδι, το φως, την ισορροπημένη τρέλα μας, την ανισόρροπη λογική μας. Σκάβουμε μέσα μας και βγάζουμε θησαυρούς και σκουπίδια. Άλλο παιχνίδι αυτό. Χωρίς προκρίσεις και έπαθλα. Συνεχίζουμε. Αρτιμελείς ή ακρωτηριασμένοι. Στις ακτές των αισθημάτων και των συναισθημάτων μας.
Ακτή Ελεφαντοστού (εξωτικός, τυραννισμένος τόπος συν το δράμα της οικογένειας του ποδοσφαιριστή Τουρέ ) – Εθνική Ελλάδας. 
Σήμερα το βράδυ στις 11. Καλή μας επιτυχία!

Stavronia


Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

ΞΕΧΑΣΤΗΚΕ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ

Ξεχάστηκε η θάλασσα μέσα μου
Όπου κι αν πάω θα μ’ ακολουθεί
Σαν ανεκπλήρωτος έρωτας
Σαν απόπλους χωρίς λιμάνι
Σαν γράμμα χωρίς παραλήπτη
Στέριωσα τη ζωή μου στην άμμο
Απ’ το σκούρο μπλε στο γαλάζιο
Χωρίς μαγιό οι σκέψεις μου
Έμαθαν κολύμπι στα βαθιά
Μ’ όλους τους αέρηδες κόντρα

Stavronia

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

TO AΛΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Διαδρομές στο μπλε                                

Αποχρώσεις βημάτων

Από βράχο σε βράχο

Αγάλματα και προτομές

Aνέκφραστου μεσημεριού

Δε θα φτάσω πουθενά

Εκτός αν σταματήσω

Το περπάτημα στο νερό

Και κολυμπήσω

Κάτω απ’ το χώμα

Στέγνωσε ο κόσμος

Μέσα μου η θάλασσα

Ξεβράζει πληγές

Πένθος νεκρής φύσης

Νούφαρο η ζωή

Σε αποξηραμένη λίμνη

Κι ο έρωτας σάπιο νερό

Aυτό το καλοκαίρι θα πνιγώ

Ας με κάψει το άλλο…


Stavronia


Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

ΧΤΕΣ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ

Στις μύτες το καλοκαίρι. Εισέρχεται σα 
γνώριμο φάντασμα. Τρομαγμένο. 
Απ’ τους νέους ενοίκους του σπιτιού του. 
Τους αναγνωρίζει αν και του είναι ολότελα ξένοι. Ίσως όπως θ’ αναγνώριζε ένας νεκρός οικεία πρόσωπα και πράγματα αλλά δε θα μπορούσε να τ’ αγγίξει. Θα’ νιωθε τη ζωή σαν ολόγραμμα. Μόνο με δανεική μνήμη θα θυμόταν ότι ήταν ανατρεπτική και πολλές φορές κουραστική. Φωτογραφία μιας απ’ τις άπειρες πραγματικότητες. Αδιανόητη γι’ αυτό θαυμαστή. Όμως ένα συνετό φάντασμα αδυνατεί να πιστέψει στις διαχωριστικές γραμμές των κόσμων. Στο οριστικό. Αλλιώς δε θα ήταν εδώ. Δε θα κλείδωνε στο κελάρι το χειμώνα. Ούτε θα επαναπαυόταν στη νάρκη του. Θέλησε λοιπόν να παίξει λίγο. Με τους ανθρώπους.
Με το μόνο είδος πάνω στην κουκίδα του σύμπαντος που μόνο όταν επιμένει να αποτυγχάνει αποκτά υπόσταση. Σαν μια σταγόνα βροχή που πέφτει πάνω στη θάλασσα. Σαν τη σημερινή, μεσημεριανή αστοχία του καιρού. Μαζεύτηκαν όπως όπως πετσέτες και ψάθες γιατί τέτοια συνωμοσία μεταξύ ουρανού και γης είναι σπάνιο φαινόμενο αυτήν την εποχή.
Μόνο τα πόδια μου πρόλαβα να κρύψω στην άμμο. Κι όμως, η βρεγμένη απ’ τη βροχή θάλασσα από παιδί μού φαινόταν η πιο αλλόκοτη εικόνα τοπίου. Υπερίσχυσε η λογική. Έφυγα για να μη βραχώ. Κι έχασα ένα υπέροχο μπάνιο!



Stavronia

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Όμορφοι, άθλιοι καιροί

Του Θωμά Τσαλαπάτη (Σάββατο 14 Ιουνίου 2014)

Και όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε. Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε
κατά πού προχωρούμε. Μέσα στη χλωρίδα και την πανίδα των ημερών, μέσα από το ρήγμα της κρίσης, περιστρεφόμενοι στη ζαλάδα του ξαφνιασμένου (για πόσο ακόμη;). Δερβίσηδες της αμηχανίας στα εδάφη των πιο κακοτράχαλων εποχών. Και η διάθεση να περιφέρεται μαγκωμένη, πλωτό εκκρεμές ανάμεσα σε συμπληγάδες.
Από τη μία, η έκθεση των πιο προσβλητικών ευχολογίων, οι ιστορίες επιτυχίας και τα "το μνημόνιο είναι ευλογία για τον τόπο", το ξερίζωμα ως μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμός, η κατασκευή ενός μη-τόπου με καρφιτσωμένο στο μέτωπο ένα μονίμως θετικό πρόσημο. Ένα παραπλανητικό αρχιτεκτόνημα από πρωτοσέλιδα, τηλεοπτικά ρεπορτάζ και ανέξοδα παραπλανητικά σχόλια, ένα χαμόγελο σταθερό τόσο, ώστε να παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου κάπου ανάμεσα στη βλακεία και το θράσος. Ο πρώτος βράχος ζητά από τη διάθεση μια υπομονή στα όρια της απάθειας, μια ενοχή μέχρι την αυτοκατάργηση και μια υπόκλιση στα όρια του γονατίσματος.
Και από την άλλη ο βράχος της φυσικής ροπής. Της τάσης προς τη μελαγχολία, την παραίτηση, την απόγνωση. Της φυσικής (στα όρια πια του αντανακλαστικού) αντίδρασης απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω σου, στις στατιστικές της απώλειας, στις εικόνες της καταστροφής, στο βίωμα της διάλυσης. Με το αρνητικό για μετρονόμο στο ρυθμό της ήττας.

Βρεθήκαμε εδώ που βρεθήκαμε, με αθώους και ενόχους, εγκλήματα και εγκληματίες, αιτίες και αφορμές, πτώσεις και εκπτώσεις. Σημασία έχει τώρα πώς προχωρούμε. Και προς τα πού; Είναι επιθυμητή η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση; Στον κανόνα του μείγματος αφελούς αισιοδοξίας- κυνικού ατομισμού- κατασκευής και εκπλήρωσης των πιο μάταιων επιθυμιών; Στη μακαριότητα της αποβλάκωσης και στο μέτρο της υπερβολής; Ας απαντήσουμε για μια φορά αρνητικά και με τρόπο απόλυτο. Ας λογαριάσουμε τι χάθηκε σε ό,τι προσπαθήσαμε να βιώσουμε ως νίκη. Ας εφεύρουμε μια νέα διάθεση και μια νέα τροχιά που μας απομακρύνει από τις συμπληγάδες. Και ταυτόχρονα ας μην ξεχάσουμε να κοιτάξουμε πίσω με οργή.

Η πορεία μας από το πλαδαρό παρελθόν στο αιχμηρό παρόν μας, μας έφερε στη θερμοκρασία βρασμού των βεβαιοτήτων. Μα η βεβαιότητα πληγώνει όταν στην αφαιρούν όχι όταν προσπαθείς να την κατασκευάσεις από την αρχή. Είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε πια εκτεθειμένοι στο καινούριο. Το τι μορφή θα πάρει εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς. Αφού λοιπόν δεν έχουμε άλλα περιθώρια και αφού η αβεβαιότητα κατέληξε να είναι η μόνη βεβαιότητά μας, ας γιορτάσουμε αυτή την πορεία στο αβέβαιο, ως ένα ενδεχόμενο έξω από τις παρενθέσεις και κόντρα στην παύση των περασμένων εποχών, ως μια πιθανότητα κόντρα σε άλλες πιθανότητες. Άλλωστε όπως λέει και ο ποιητής: "από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο."

Οι δύσκολες εποχές, οι εποχές του αγκομαχητού και της ταχυκαρδίας κρύβουνε μέσα τους και την αυτοκατάργησή τους. Θέλω να πω -και ας μην ακουστεί αφ’ υψηλού- πως πέρα από τη δυσκολία και τις πληγές του, ο χρόνος μας κουβαλά και κάτι το συναρπαστικό. Μια ταυτόχρονη κίνηση παλιών στοιχείων, μια ανακατάταξη των μορφών και των αφηγήσεων, μια επαναδιαπραγμάτευση της αφετηρίας και του τέρματος, αρκετή ώστε να περιγράψει τον χρόνο ως ιστορία. Και δεν είναι λίγες οι στιγμές τα τελευταία χρόνια που τα γεγονότα βιώθηκαν με τη σημασία της ιστορίας. Ζούμε σε άθλιους και ταυτόχρονα όμορφους καιρούς, με την ομορφιά τους να προκύπτει ακριβώς λόγω της αθλιότητάς τους ως κάτι το αναγκαίο.

Ας ζήσουμε την ιστορία ως έγκαυμα του χρόνου, ακονίζοντας το αύριο προς άγνωστη -προς το παρόν- χρήση. Ας αναζητήσουμε τον τόπο ανάμεσα στην κοινοτοπία και την ουτοπία και ας επανεφεύρουμε τους ξεχασμένους πληθυντικούς. Τις παράλληλες ευθείες που τέμνονται άξαφνα και ύστερα τραβούν το δρόμο τους. Αφήνοντας πάντα πίσω το σημάδι της τροχιάς τους. Έτσι αυλακώνει η ζωή. Άλλοτε σαν μουτζούρα και άλλοτε σαν καλλιγραφία.

(στην Εφημερίδα των Συντακτών)

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

ΣΤΟ ΒΥΘΟ

Την ώρα της βάπτισης                                  
Στην άφθαρτη ύλη
Κολυμπάμε ξανά
Φθαρτά σώματα αφημένα
Στην παντοδυναμία της
Δεν υπάρχει ανυπαρξία
Όταν επιλέγεις να κυλάς
Ο Ηράκλειτος αποκλείεται
Να μην αγαπούσε τη θάλασσα
Όταν μιλούσε για ροή
Ορατών και αοράτων
Χωρίς διακοπή ή ασυνέχεια
Στη φύση δεν υπάρχει κενό
Ούτε στο νου των ανθρώπων
Έγραφε ο επαναστάτης Σω
Αν και το δεύτερο θέλει νερό
Για να συμφωνήσεις
Αλλάζεις ρούχα στην ψυχή
Όταν το δέρμα ντύνεται
Αλμύρα από άπλετο φως
Σηκώνεις πανιά κι ανεμίζεις
Ή καταδύεσαι στο βυθό  
Αν δεν πνιγείς λυτρώνεσαι

Stavronia


Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ

Περίμενε
Στην ίδια θέση
Το στερνό βλέμμα
Του ήλιου η νύχτα
Ανέβηκε το πρώτο σκαλί
Ίσως ξύπνησε ο κόσμος
Απ’ την υπνοβασία
Της μέρας βρυκόλακας
Ανάμεσα σε κόλακες
Ματαιωμένη πραγματικότητα
Από κατά συνθήκη ψεύδη
Από κατά συνθήκη αλήθειες
Από κατά συνθήκη ζωή
Στο σκοτάδι όμως
Μπορεί κάποιος
Να βρει τον εαυτό του
Ή να τον χάσει οριστικά
Κι αυτό είναι
Πολύ παραπάνω
Απ’ το τίποτα
Ένας ωραίος περίπατος
Στην ελευθερία
Χωρίς όρια


Stavronia

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Οδυσσέας Ελύτης, ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΠΙΚΑΣΣΟ

Ι
Όπως όταν                                                                                               
βάζουν φωτιά σ' ένα φιτίλι τρίχινο
Τρέχοντας ύστερα μακριά 
οι άνθρωποι των λατομείων
Και κάνουνε σινιάλα σαν τρελοί
Και μια ριπή του ανέμου άξαφνη σέρνει στις ρεματιές 
τα ψάθινα καπέλα τους
Όπως όταν ένα βιολί ολομόναχο 
παραμιλάει στα σκοτεινά
Μελαγχολικά η καρδιά
του ερωτευμένου  ανοίγει  την Ασία της
Οι παπαρούνες μες στη λάμψη
της χειροβομβίδας 
Και τα πέτρινα χέρια μες στις ερημιές 
που ασάλευτα και τρομερά
δείχνουν κατά την ίδια θέση πάντα
Φωνάζουν
Σημαίνουν

Η ζωή δεν είναι ερημητήριο
Η ζωή δεν αντέχει στη σιωπή
Με θερμοπίδακες και με χιονοστιβάδες πάει ψηλά ή κυλιέται χαμηλά και ψιθυρίζει λόγια αγάπης
Λόγια που ό,τι κι αν πουν δε λεν ποτέ τους ψέματα
Λόγια που ξεκινούν πουλιά και φτάνουν

 «πυρ αιθόμενον»
Γιατί δεν έχει δυο στοιχεία ο κόσμος

 - δε μοιράζεται  Παύλε Πικασσό -
 κι η χαρά με τη λύπη
 στο μέτωπο του ανθρώπου μοιάζουν
Juego de luna y arena - σμίγουν εκεί που ο ύπνος
Αφήνει να μιλούν τα σώματα - εκεί που ζωγραφίζεις
Το Θάνατο ή τον Ερωτα
Ίδια γυμνούς και ανυπεράσπιστους 
κάτω απ' τα τρομερά ρουθούνια του Βοριά
Γιατί έτσι μόνο υπάρχεις.                                                              
Αλήθεια Πικασσό Παύλε υπάρχεις
Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε
Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας - αλλά συ γελάς                

Μαύρα τείχη γύρω μας - αλλά συ μεμιάς
Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα
Να ξεχυθεί στον ήλιο κείνη αχ η πυρρόξανθη κραυγή
Που μ' έρωτα παράφορο μεγαλύνει και διαλαλεί 
τ' αέρια τα υγρά και τα στερεά του κόσμου ετούτου
Έτσι που να μη μάχεται πια κανένα το άλλο
Έτσι που να μη μάχεται πια κανείς τον άλλον
Να μην υπάρχει εχτρός
Πλάι πλάι να βαδίζουνε το αρνί με το λεοντάρι
Κι η ζωή αδερφέ μου
 ωσάν τον Γουαδαλκιβίρ των άστρων
Να κατρακυλάει με καθαρό νερό και με χρυσάφι
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρα της
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρα μας...


II

Έτσι μπαίνει το μαχαίρι στη σάρκα 
- κι η άχνα του ζεστού ψωμιού έτσι ανεβαίνει.  Αλλά          
Το τρίξιμο της αψηλής οξιάς
Στα βουνά που ο κεραυνός σεβάστηκε - αλλά και τα πλήθη στις πλατείες που τρικυμίζουν με μαντίλια κόκκινα Πρωτομαγιά -
Τα μεγάλα μαύρα μάτια σου
ζεστοβολούν τον κόσμο
Μέσα τους λιάζεται η Μεσόγειος και τεντώνουν τον τραχύ λαιμό τους οι αίγαγροι των βράχων
Αγερομπασιά - Τα πλατιά μαλλιαρά στήθη σου σαν θειαφισμένο αμπέλι
Και το δεξί το χέρι σου έντομο μυθικό
Πάει κι έρχεται στ' άσπρα χαρτιά στο φως και στο σκοτάδι   

                                                                                                     
Πάει κι έρχεται βουίζοντας
Και ξεσηκώνει χρώματα και σχήματα

Μέσα στα καροτσάκια των παιδιών
Μέσα στις σούστες τις διπλές των ντελμπεντέρηδων
Μέσα στ' αυγά της χελώνας
Μέσα στις όχεντρες που δέρνονται με τη φωτιά
Ή ακόμα μες στα δάση των Ηπείρων τ' απέραντα
- Πέφτοντας η νύχτα -
Όταν οι μαύροι σταυροπόδι γύρω απ' τη φωτιά 
ψάλλουν όλοι μαζί
το «αλληλούια» με τις φυσαρμόνικες...
Τι 'ναι αυτό λοιπόν που δεν καίγεται - τι 'ναι αυτό που αντέχει
Στα μεγάλα υψίπεδα του Έρωτα 
στα χαμένα μνημεία των Αζτέκων
Στο λειψό φεγγάρι στον γεμάτο ακανθοφόρο ήλιο 
- τι 'ναι αυτό που δε λέγεται
Όμως κάποτε σε στιγμές περίσσειας θεϊκής φανερώνεται
Πικασσό: με το θάμπος που ξεχύνει ο Γαλαξίας στο άπειρο
Πικασσό: με το πείσμα που γυρνάει κατά τον Βορρά η μαγνητική βελόνα

Πικασσό: καθώς καίει ο χάλυβας μες στα χυτήρια
Πικασσό: καθώς χάνεται στα βάθη ένα θωρηκτό ανοικτής θαλάσσης
Πικασσό: μες στο ασύμμετρο της υπερρεαλιστικής χλωρίδας
Πικασσό: μες στο ευσύνοπτο της χιλιομετρικής πανίδας
Πικασσό: Παλόμα
Πικασσό: Ιπποκένταυρε
Πικασσό: Guernica


III

Νικά η περήφανη καρδιά τα μαύρα σκότη - και τον γόρδιο κόβει    

δεσμό των πραγμάτων 
καθώς ξίφος η περήφανη καρδιά
Είναι σπουδαίο πράγμα ο άνθρωπος 
μόνο να το σκέφτεσαι
Τα στάχυα όταν λυγίζουνε τον ουρανό
Είναι η κοπέλα που κοιτάει 
μέσα στα μάτια τον αγαπημένο της
Είναι η γλυκιά κοπέλα που λέει «σ' αγαπώ»
Την ώρα που οι μεγάλες πολιτείες
Γυρίζοντας αργά πάνω στον άξονα τους
Δείχνουν τετράγωνα παράθυρα κακοφωτισμένα
Λείψανα παλιών ανθρώπων 
με τριγωνικά κεφάλια που στριφογυρίζουν
το 'να μάτι τους
Κλίμακες μες στις κλίμακες διαδρόμους μες στους διαδρόμους
ΚΙΝΔΥΝΟΣ
ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ
Ο μισός αλογάνθρωπος ο απαγωγέας καλπάζει - κι η γυναίκα
με τη γιγαντιαία πατούσα
Στον αέρα τεντώνει τα οριζόντια μπράτσα της
Έτη μετά Χριστόν πικρά
Παρά λίγη καρδιά θα 'ταν ο κόσμος άλλος
θα 'τανε άλλη του κόσμου η εκκλησιά
Όμως να! ο καλός Σαμαρείτης κλαίει λησμονημένος και στα πόδια
του δένει ρίζα παμπάλαιη δρακοντιά

Την ώρα που εσύ θηρίο
Εσύ Παύλε Πικασσό                                                                   


Πικασσό Παύλε 

που μες στ' αμάραντα μάτια σου
Χώρεσες όσα δεν μπόρεσε να χωρέσει 

ο Θεός μέσα σ' εκατομμύρια στρέμματα φυτεμένης  γης
Δουλεύεις το πινέλο σου σαν να τραγουδάς
Σαν να χαϊδεύεις λύκους 
ή σαν να καταπίνεις πυρκαγιές
Σαν να πλαγιάζεις νύχτα-μέρα 
με μια γυναίκα νυμφομανή
Σαν να πετάς πορτοκαλόφλουδες 
στη μέση ενός γλεντιού
Ενώ εσύ θυελλοχαϊδεμένε
Πικασσό Παύλε αρπάζεις το Θάνατο
από τους καρπούς των χεριών
Και τον παλεύεις 
ωσάν ωραίο κι ευγενικό Μινώταυρο
Που όσο χάνει εκείνος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι
Παίρνεις περνάς αφήνεις ξαναπιάνεις
Λουλούδια ζώα φιλιά ευωδιές κοπριές κοτρόνια και διαμάντια
Για να τα εξισώσεις όλα μέσα στο άπειρο καθώς η ίδια η κίνηση της
γης που μας έφερε και που θα μας πάρει
Και ζωγραφίζεις για σένα και για μένα
Και ζωγραφίζεις για όλους τους συντρόφους μου
Και ζωγραφίζεις για όλα τα χρόνια που πέρασαν που περνούν 
και που θα περάσουν.                                                                         
                                                                                           1948
                                                                                           Τα Ετεροθαλή
                                                         

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

ΚΟΥΡΑΣΗ ΚΑΙ ΣΚΟΡΠΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Υπάρχει μια κούραση. Ατομική, συλλογική, δεν ξέρω. Ο καθένας τη βιώνει διαφορετικά ανάλογα με το μετερίζι της ιδεολογίας του, τη διαχείριση του χρόνου του εφόσον υπάρχει εκτός της εργασίας του χρόνος και επιλέγει να τον διαχειριστεί, τις αναζητήσεις του -αν έχει-, τους κατά καιρούς στόχους και οράματά του -αν υπάρχουν ακόμα σ’ αυτή τη χώρα κυνηγοί οραμάτων. Σκόρπιες σκέψεις. Για να συνδέσεις μέσω της γραφής τον κατακερματισμό των ιδεών και την απραξία της καθημερινότητας όταν ανακαλύπτεις ότι η ζωή συμπιέζεται αφόρητα από περιορισμένο χώρο δράσης, στα όρια του κοινώς αποδεκτού, του παραδεκτού, της επανάληψης. Ίσα-ίσα να τελειώσεις τις υποχρεώσεις σου και να βουλιάξεις σε οτιδήποτε μπορεί να σε κάνει να ξεχαστείς και να σε απαλλάξει προσωρινά από την μέγγενη των προβλημάτων σου.
Να βρεις έστω και απειροελάχιστο χρόνο να λείψεις για λίγο. Να προσποιηθείς ότι δεν υπάρχουν. Να προσποιηθείς ότι δεν υπάρχεις. Είναι απαραίτητο να το κάνεις κι ο καθένας για εντελώς διαφορετικούς λόγους το κάνει. Μερικές φορές η άπνοια προετοιμάζει τους πιο ισχυρούς ανέμους. Αρκεί να μη χάσει το πι της και γίνει άνοια. Ή παράνοια. Είναι λεπτές οι ισορροπίες και το σχοινί πολύ καλά τεντωμένο. Γι’ αυτό κάποιοι επιμένουμε να γράφουμε. Έστω κι έτσι. Γιατί θέλουμε να διατηρούμε σε μια στοιχειώδη φόρμα το νου μας. Περπατώντας, όχι τρέχοντας. Με την αθροιστική κούραση της μέρας και το ξενυχτισμένο, ομιχλώδες βλέμμα της ψυχής. Σαν αυτό το αφηρημένο καλοκαίρι που κάνει ακόμα προθέρμανση. Αλλά γιατί να μας φταίει πάντα ο καιρός;

Stavronia

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

ΑΤΟΛΜΟΣ ΙΟΥΝΗΣ


Σαύρα η εποχή                                
Ανάμεσα στα χόρτα
Βγάζει το κεφάλι της
Ξανακρύβεται
Δεν νιώθει καμιά βεβαιότητα
Αμφιταλαντεύεται
Αν πρέπει να μείνει
Ή να πηγαινοέρχεται
Σαν αυτό που περιμένεις
Κι όταν έρχεται
Διαψεύδεσαι
Δεν το είχες φανταστεί έτσι
Δεν το είχες φανταστεί καθόλου
Καλύτερα έτσι
Η ζωή προτιμά τις αντιθέσεις
Επιλέγει τα επιφωνήματα
Όταν οι ερωτήσεις
Βαραίνουν την αιώρα
Της διάθεσης
Ανθισμένο καλοκαίρι
Καλοκαιρινή άνοιξη
Άτολμος Ιούνης
Έφτασε στο κατώφλι
Όταν νιώσει ασφαλής
Θα κάνει το πρώτο βήμα
Το οριστικό
Αφήνοντας στα πόδια μας
Άρμη και άσπρα βότσαλα
Από το υφαντό του ήλιου

Stavronia