Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

O Πασκάλ Μπρυκνέρ στο βιβλίο του ''Η μελαγχολική δημοκρατία'' (1990) μιλάει για την εποχή της δημοκρατικής αισιοδοξίας, που μετά την κατάρρευση του κουμμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη, δημιούργησε μια επίπλαστη μακροχρόνια ειρήνη -τουλάχιστον στις χώρες της Δύσης-, μια μεταδοτική ελευθερία χωρίς βαρβάρους, που τελικά οδήγησε τους λαούς στην αδιαφορία και σχεδόν στην ανυπαρξία βούλησης να κυριαρχήσουν στο πεπρωμένο τους.
Παραθέτω την τελευταία παράγραφο -διεισδυτική και προφητική- οπωσδήποτε σχετική με όλα αυτά που βιώνουμε ως Έλληνες, αλλά και Ευρωπαίοι πολίτες τα τελευταία χρόνια:
'' Έτσι μας μένει ίσως να μάθουμε ότι η δημοκρατία μπορεί να πεθάνει από την επιτυχία, να βουλιάξει φορώντας τη χαμογελαστή μάσκα της πραγμάτωσης. Για να μη συμπέσει η υλοποίησή της με τη χρεωκοπία της, δεν έχουμε πια παρά να της ευχηθούμε πολλούς κινδύνους που θα την αναζωογονήσουν. Αλλά και στις δυο περιπτώσεις, της φθοράς μέσα στο θρίαμβο ή της αναγέννησης από την καταστροφή, δε θα αποφύγουμε τα σιδερένια χρόνια.''
Όταν γράφονταν αυτά, στην αρχή της δεκαετίας του 1990, ο κόσμος άλλαζε δραματικά σε επίπεδο ισχυόντων μορφών διακυβέρνησης, τα σύνορα χωρών με καίρια γεωπολιτική θέση επαναπροσδιορίζονταν και η διάψευση μιας status quo ισορροπίας ανάμεσα σε κυρίαρχα απ' τη μια και την άλλη άκρη του Ατλαντικού συμφέροντα, γινόταν αργά αλλά σταθερά πιστευτή απ' όλους.
Έτσι, μετά την πρώτη δεκαετία της 3ης χιλιετίας οι λαοί των ''αδύναμων'' χωρών της Ευρώπης, ταπεινωμένοι και σχεδόν εξαθλιωμένοι από τον κορεσμό και ταυτόχρονα την παρακμή του ανθρωπιστικού ιδεώδους που υπερκαταναλώθηκε σε ιδεατούς και ανιδιοτελείς σκοπούς, έφτασαν -φτάσαμε- στα σιδερένια χρόνια, στον αιώνα της παρακμής και της χρεωκοπίας.
Κι όσο κι αν αναθεματίζουμε και απορρίπτουμε το βαρύτατα νοσούν κομματικό-πελατειακό κοινοβουλευτικό σύστημα -το οποίο πολλοί εξ' ημών ταΐσαμε- φαίνεται ή είναι σα να ζούμε μεμονωμένα, υποφέρουμε και διαμαρτυρόμαστε, αλλά δεν έχουμε βρει ακόμα τρόπο με ουσιαστική συμμετοχή και θέληση να ανοίξουμε έστω ελάχιστα το κακοτράχαλο μονοπάτι της ανόρθωσης.
Φταίει η προηγηθείσα μακαριότητα, η υποβόσκουσα νωθρότητα, η τωρινή απογοήτευση, η παντελής έλλειψη αξιών ή ο -με και χωρίς εισαγωγικά- χαρισματικός και ιδεαλιστής ηγέτης που θα μας οδηγήσει στον πολυπόθητο δρόμο;
Μελαγχολική αλλά δρώσα δημοκρατία -που άλλωστε εμείς επινοήσαμε και εφαρμόσαμε- ή καταθλιπτική και αυτιστική;

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

7ΧΡΟΝΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ

EDWARD YUDENICH 7 ΕΤΩΝ

Μ. ΧΑΤΖΗΔΑΚΙ - Ν. ΓΚΑΤΣΟΥ: ΚΕΜΑΛ

ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΚΑΓΙΑΛΟΓΛΟΥ

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ



Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. 
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα 

και προσπερνούνε. 'Ομως μερικοί κάτι βλέπουν, 
το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
'Ισως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
 

Από τη συλλογή "Τα αντικλείδια", εκδ. Στιγμή
Γιώργης Παυλόπουλος

ΠΕΡΑΣΑ - ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Περπατῶ καὶ νυχτώνει.
Ἀποφασίζω καὶ νυχτώνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ὑπῆρξα περίεργη καὶ μελετηρή.
Ξέρω ἀπ᾿ ὅλα. Λίγο ἀπ᾿ ὅλα.
Τὰ ὀνόματα τῶν λουλουδιῶν ὅταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οἱ λέξεις καὶ πότε κρυώνουμε.
Πόσο εὔκολα γυρίζει ἡ κλειδαριὰ τῶν αἰσθημάτων
μ᾿ ἕνα ὁποιοδήποτε κλειδὶ τῆς λησμονιᾶς.
Ὄχι δὲν εἶμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες μὲ βροχή,
ἐντάθηκα πίσω ἀπ᾿ αὐτὸ
τὸ συρματόπλεγμα τὸ ὑδάτινο
ὑπομονετικὰ κι ἀπαρατήρητα,
ὅπως ὁ πόνος τῶν δέντρων
ὅταν τὸ ὕστατο φύλλο τοὺς φεύγει
κι ὅπως ὁ φόβος τῶν γενναίων.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Πέρασα ἀπὸ κήπους, στάθηκα σὲ συντριβάνια
καὶ εἶδα πολλὰ ἀγαλματίδια νὰ γελοῦν
σὲ ἀθέατα αἴτια χαρᾶς.
Καὶ μικροὺς ἐρωτιδεῖς, καυχησιάρηδες.
Τὰ τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σὲ νύχτες μου καὶ ρέμβασα.
Εἶδα πολλὰ καὶ ὡραῖα ὄνειρα
καὶ εἶδα νὰ ξεχνιέμαι.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολὺ στὰ αἰσθήματα,
τὰ δικά μου καὶ τῶν ἄλλων,
κι ἔμενε πάντα χῶρος ἀνάμεσά τους
νὰ περάσει ὁ πλατὺς χρόνος.
Πέρασα ἀπὸ ταχυδρομεῖα καὶ ξαναπέρασα.
Ἔγραψα γράμματα καὶ ξαναέγραψα
καὶ στὸ θεὸ τῆς ἀπαντήσεως προσευχήθηκα ἄκοπα.
Ἔλαβα κάρτες σύντομες:
ἐγκάρδιο ἀποχαιρετιστήριο ἀπὸ τὴν Πάτρα
καὶ κάτι χαιρετίσματα
ἀπὸ τὸν Πύργο τῆς Πίζας ποὺ γέρνει.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη ποὺ γέρνει ἡ μέρα.
Μίλησα πολύ. Στοὺς ἀνθρώπους,
στοὺς φανοστάτες, στὶς φωτογραφίες.
Καὶ πολὺ στὶς ἁλυσίδες.
Ἔμαθα νὰ διαβάζω χέρια
καὶ νὰ χάνω χέρια.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πῆγα κι ἀπὸ ἐδῶ, πῆγα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ...
Παντοῦ ἕτοιμος νὰ γεράσει ὁ κόσμος.
Ἔχασα κι ἀπὸ ἐδῶ, ἔχασα κι ἀπὸ κεῖ.
Κι ἀπὸ τὴν προσοχή μου μέσα ἔχασα
κι ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία μου.
Πῆγα καὶ στὴ θάλασσα.
Μοῦ ὀφειλόταν ἕνα πλάτος. Πὲς πῶς τὸ πῆρα.
Φοβήθηκα τὴ μοναξιὰ
καὶ φαντάστηκα ἀνθρώπους.
Τοὺς εἶδα νὰ πέφτουν
ἀπὸ τὸ χέρι μιᾶς ἥσυχης σκόνης,
ποὺ διέτρεχε μιὰν ἡλιαχτίδα
κι ἄλλους ἀπὸ τὸν ἦχο μιᾶς καμπάνας ἐλάχιστης.
Καὶ ἠχήθηκα σὲ κωδωνοκρουσίες
ὀρθόδοξης ἐρημιᾶς.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ἔπιασα καὶ φωτιὰ καὶ σιγοκάηκα.
Καὶ δὲν μοῦ ἔλειψε οὔτε τῶν φεγγαριῶν ἡ πεῖρα.
Ἡ χάση τοὺς πάνω ἀπὸ θάλασσες κι ἀπὸ μάτια,
σκοτεινή, μὲ ἀκόνισε.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Ὅσο μπόρεσα ἔφερ᾿ ἀντίσταση σ᾿ αὐτὸ τὸ ποτάμι
ὅταν εἶχε νερὸ πολύ, νὰ μὴ μὲ πάρει,
κι ὅσο ἦταν δυνατὸν φαντάστηκα νερὸ
στὰ ξεροπόταμα
καὶ παρασύρθηκα.
Ὄχι, δὲν εἶμαι λυπημένη.
Σὲ σωστὴ ὥρα νυχτώνει.


ΠΗΓΗ: FATALE

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠ' ΤΟΝ ΑΜΛΕΤ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΑΥΛΟΥ ΜΑΤΕΣΙ

(Ο εξαίρετος θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής Παύλος Μάτεσις απεβίωσε στις 21-1-2013) Το ηθικό δίλημμα του Άμλετ, να πάρει εκδίκηση για το δολοφονημένο του πατέρα δίχως ταυτόχρονα να παραβεί τις ηθικές αρχές του, να αποδώσει δικαιοσύνη σύμφωνα με τη λογική και το νόμο και όχι σύμφωνα με τα πάθη της συγκυρίας, είναι περισσότερο επίκαιρο από ποτέ: το ερώτημα του Άμλετ, να ζει κανείς ή να μη ζει σε ένα κόσμο που κυβερνά η διαφθορά, σήμερα που διάφοροι αυτόκλητοι κήνσορες αναλαμβάνουν «στο όνομα του λαού» να πάρουν τη δικαιοσύνη στα χέρια τους, αποκτά συγκεκριμένη αξία για το σύγχρονο αναγνώστη.
Η νέα τολμηρή μετάφραση του πιο γνωστού σεξπιρικού έργου από το δοκιμασμένο και πολυβραβευμένο συγγραφέα και μεταφραστή Παύλο Μάτεση απαιτεί δικαίως τη σύγκριση με τις προηγούμενες εκδοχές.
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠ' ΤΟΝ ΑΜΛΕΤ)  
Ύπαρξη; Ανυπαρξία; Ιδού το ερώτημα. Τι είναι για την ψυχή το ευγενέστερο;
Να ανεχτείς βέλη και λιθοβολισμό πρόστυχης μοίρας, ή να σηκώσεις όπλο ενάντια σε ωκεανό από βασανιστήρια να τους εναντιωθείς και να τα μηδενίσεις; Θάνατος. Ύπνος. Και μετά, μηδέν. Κι αν μ’ έναν ύπνο βάζω τέλος στα μαρτύρια της καρδιάς και τα χιλιάδες άλλα πράγματα που κληρονόμησε η σάρκα; Αυτό είναι ολοκλήρωση ευλαβικότατα επιθυμητή. Θάνατος. Ύπνος. Ύπνος! Α! Και ίσως όνειρα. Μάλιστα. Εδώ η εμπλοκή. Γιατί σε τέτοιον ύπνο θανάτου, τι είδους όνειρα; Ενδέχεται να έρθουν, όταν θα ’χουμε ξεφορτωθεί αυτό το σάρκινο βασανιστήριο; Αυτό μας κόβει τη φόρα· ο συλλογισμός που κάνει αβάσταχτη μία ζωή που τόσο αβάσταχτα πολύ κρατεί. Γιατί, ποιος θα υπόμενε μαστίγιο, προσβολές εγκόσμιες, την αδικία του δυνάστη, τη βρισιά του αλαζόνα ή τις μαχαιριές του περιφρονημένου έρωτα, το νόμο που θα λειτουργήσει καθυστερημένα, την προπέτεια της Εξουσίας, τα λακτίσματα που ο νομοταγής πολίτης δέχεται απ’ τον αχρείο, όταν στο χέρι του είναι απ’ όλα αυτά να απαλλαγεί μ’ ένα μικρό, γυμνό μαχαίρι; Γιατί ποιος θ’ ανεχόταν βόγγο, βάρος και ιδρώτα μίας άχαρης ζωής, εάν ο τρόμος πως κάτι που υπάρχει μετά θάνατον ̶ η χώρα η άγνωστη που από το σύνορό της ταξιδιώτης κανείς δεν επιστρέφει ̶ μουδιάζει τη βούληση και μας καταναγκάζει να υπομείνουμε τα τωρινά μαρτύριά μας, παρά ν’ ανοίξουμε πανιά προς άλλα, άγνωστά μας; Όπου, η σκέψη μάς κάνει όλους μας δειλούς, το φυσικό χρώμα της απόφασης το απονεκρώνει η κιτρινισμένη πια χροιά της σκέψης. Και έργα υψηλής πνοής με ισχυρά φτερά, μ’ αυτήν εδώ τη σκέψη βγαίνουν από τη ροή τους, έργα πια δεν θα ονομαστούν ποτέ.


ΠΗΓΗ: Ποίηση και Λογοτεχνία

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

ΠΕΘΑΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ-ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ

Πέθανα για την ομορφιά, και μπαίνοντας στο χώμα
ακούω κάποιον ν' ακουμπούν σε πλαϊνό μου δώμα.

Ψιθύρισε, τι έφταιξε;
«η ομορφιά» του είπα.
«Για την αλήθεια πέθανα» είπε «κι είμαστε αδέρφια».

Κι όπως μιας νύχτας συγγενείς μιλήσαμε,
ωσότου βρύα ήρθαν στα χείλη μας κι έκρυψαν τ' όνομά μας.

ΠΗΓΗ: ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Ο ΓΕΝΑΡΗΣ ΤΟΥ 1904

A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.

Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, 

πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.

Κ. Π. Καβάφης


Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

ΟΙ ΑΔΙΑΦΟΡΟΙ

του Αντόνιο Γκράμσι

«Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους.

H αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία. Είναι αυτό που δεν μπορείς να υπολογίσεις. Είναι αυτό που διαταράσσει τα προγράμματα, που ανατρέπει τα σχέδια που έχουν κατασκευαστεί με τον καλύτερο τρόπο. Είναι η κτηνώδης ύλη που πνίγει την ευφυΐα. Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή της, αφήνει να εκδίδονται νόμοι που μόνο η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει.

Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί. …

Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν.

Κάποιοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούλησή μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;

Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.

Είμαι ενταγμένος, ζω, νιώθω ότι στις συνειδήσεις του χώρου μου ήδη πάλλεται η δραστηριότητα της μελλοντικής πόλης, που ο χώρος μου χτίζει. Και μέσα σ’ αυτήν την πόλη η κοινωνική αλυσίδα δεν βαραίνει τους λίγους, μέσα σ’ αυτήν κάθε συμβάν δεν οφείλεται στην τύχη, στη μοίρα, μα είναι ευφυές έργο των πολιτών. Δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτήν κανείς που να στέκεται να κοιτάζει από το παράθυρο ενώ οι λίγοι θυσιάζονται, κόβουν τις φλέβες τους. Ζω, είμαι ενταγμένος. Γι’ αυτό μισώ αυτούς που δεν συμμετέχουν, μισώ τους αδιάφορους.

11 Φεβρουαρίου 1917»
 
*Ο Αντόνιο Γκράμσι (Antonio Gramsci, 23 Ιανουαρίου 1891 — Ρώμη, 27 Απριλίου 1937) ήταν Ιταλός συγγραφέας, πολιτικός και πολιτικός επιστήμονας.


Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

''ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΝΤΑΣ'' ΜΕ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ



Είναι κάτι που όλοι κάνουμε. Λίγο ως πολύ. Εύστοχα ή άστοχα και ανόητα.  Με παρέα ή μόνοι, ανοίγοντας το γνώριμο κανάλι του εσωτερικού διαλόγου. Μιλάμε πολύ για τους άλλους.
Για τις ζωές των άλλων. Για την περιουσία τους, τους άντρες ή τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους, τις επιλογές τους. Κι όσο περισσότερο επικεντρώνουμε σ’ αυτούς, όσο η χαλάρωση και η ψυχο-διασκέδασή μας είναι εκείνοι, τόσο αντιλαμβανόμαστε (οι μετρίως νοήμονες) ή υπεκφεύγουμε (οι γονιδιακά ανόητοι και οι κατά βούληση ηλίθιοι) τη συνειδητότητα της ύπαρξής μας, το αναπάντητο ερωτηματικό του βίου μας.
Οι ζωές των άλλων στο μέτρο που μας αφορούν κρύβουν ελάχιστα ή πολύ τη δική μας ζωή. Ο κοινωνικός μας καθωσπρεπισμός και η στερεότυπη σοβαροφάνειά μας, άπτονται σχεδόν πάντα των παραλείψεών μας, των άγραφου νόμου σοβαρών λαθών μας, των ατιμώρητων, μικρόψυχου οφέλους, ενεργειών μας.

Ποιοι άλλωστε εξ ημών -εκτός μερικών εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τελικά τον κανόνα- έχουν τολμήσει να εκμυστηρευτούν, να μοιραστούν ή, ακόμα πιο δύσκολο, να αποδεχτούν  τα μικρά καθημερινά τους παραπτώματα στην αναπόφευκτη έκθεσή τους απέναντι στους άλλους, να αυτοσαρκαστούν, να παρακολουθήσουν τα φυσιολογικά ατοπήματα και τις αβλεψίες τους, που εν τέλει προσδίδουν γι’ αυτό ακριβώς στον καθένα μας την πιο έντιμη ανθρώπινη ταυτότητα;
Πώς, άραγε, πλείστοι εξ ημών παριστάνουμε άνευ λόγου και αιτίας τον Πάπα με το αλάθητό του, ακόμα και απέναντι σε ανθρώπους που έμπρακτα μας έχουν αποδεχτεί και στηρίξει;
Γιατί φοβόμαστε να ομολογήσουμε τα «εγκλήματά μας», να αυτοσαρκαστούμε, να τους βγάλουμε τη γλώσσα και να τα κοροϊδέψουμε, παρά τα ξορκίζουμε παριστάνοντας τους τέλειους;
Είναι μήπως το νόημα (αν υπάρχει) της βραχείας ζωής μας η κοινωνική  «αψογοσύνη», το (κατά ποιον;) «ορθόν» και το κυνήγι του άπιαστου «σωστού»;
Ή η εξολοκλήρου ιδιοτελής ζύγιση των λόγων και των πράξεων των άλλων;
Ας ασχοληθούμε λοιπόν με «τα του οίκου μας». Του οίκου του πνεύματος, της ψυχής και των συναισθημάτων μας.
Ας πετάξουμε στους κάδους των προσωπικών μας τερατουργημάτων τον καθωσπρεπισμό των λαθών μας.
Ας παραδεχτούμε επιτέλους την τραγικότητα της ύπαρξής μας, ντύνοντας τις λέξεις με το πραγματικό τους ρούχο κι ας αυτοκοροϊδευτούμε, αφήνοντας τους άλλους στην ησυχία ή στην έντασή τους.
Ας γνωριστούμε μ’ εμάς κάποτε κι ας μας κουτσομπολέψουμε.
Ίσως μόνο έτσι αυτοπροσδιοριστούμε...                               

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

ΕΙΝΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΙΧΟΙ



Εἶναι ὁρισμένοι στίχοι -κάποτε ὁλόκληρα ποιήματα-
ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν ξέρω τί σημαίνουν. Αὐτὸ ποὺ δὲν ξέρω
ἀκόμη μὲ κρατάει. Κι ἐσὺ ἔχεις δίκιο νὰ ρωτᾷς.
Μὴ μὲ ρωτᾷς.
Δὲν ξέρω σοῦ λέω.
Δυὸ παράλληλα φῶτα ἀπ᾿ τὸ ἴδιο κέντρο. Ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ
ποὺ πέφτει τὸν χειμῶνα, ἀπ᾿ τὸ ξεχειλισμένο λοῦκι
ἢ ὁ ἦχος μιᾶς σταγόνας καθὼς πέφτει
ἀπό ῾να τριαντάφυλλο στὸν ποτισμένο κῆπο
ἀργὰ-ἀργὰ ἕνα ἀνοιξιάτικο ἀπόβραδο
σὰν τὸν λυγμὸ ἑνὸς πουλιοῦ. Δὲν ξέρω
τί σημαίνει αὐτὸς ὁ ἦχος-ὡστόσο ἐγὼ τὸν παραδέχομαι.
Τ᾿ ἄλλα ποὺ ξέρω στὰ ἐξηγῶ. Δὲν τὸ ἀμελῶ.
Ὅμως κι αὐτὰ προσθέτουν στὴ ζωή μας. Κοιτοῦσα
ὅπως κοιμότανε, τὸ γόνατό της νὰ γωνιάζει τὸ σεντόνι-
Δὲν ἦταν μόνο ὁ ἔρωτας. Αὐτὴ ἡ γωνία
εἶναι ἡ κορυφογραμμὴ τῆς τρυφερότητας, καὶ τὸ ἄρωμα
τοῦ σεντονιοῦ, τοῦ λευκοῦ καὶ τῆς ἄνοιξης, συμπλήρωναν
ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο ποὺ ζήτησα, ἄσκοπα καὶ πάλι, νὰ στὸ ἐξηγήσω.

 Γ. ΡΙΤΣΟΣ   

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013