Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

 Είναι φορές που μου λείπουν τα παραμύθια. Όχι με τη μορφή της ανάγνωσης αλλά της ακρόασης. Ακόμα περισσότερο μου λείπουν οι ιστορίες. Οι κάθε είδους ιστορίες.
Οι διηγήσεις για συμβάντα πραγματικά ή μη, ό,τι κι αν αφορούν. Έμψυχα ή άψυχα. Για κάθε τι που διαγράφει την τροχιά του και ζει όσο του μέλλεται.
Είναι φορές που ένα φλασάκι ανάβει για λίγο στο νου μου  και προβάλλει μια παιδική ανάμνηση της γειτονιάς που μεγάλωσα όταν ο κυβερνοχώρος ήταν άγνωστη λέξη στα λεξικά, η ασπρόμαυρη τηλεόραση και το ραδιόφωνο είχαν να πουν κάτι επί της ουσίας και οι άνθρωποι βρίσκονταν δια ζώσης.
Θυμάμαι κάτι μακαρίτισσες θείες να αφηγούνται ιστορίες για περίεργα συμβάντα, όνειρα ή οράματα που κατά καιρούς έβλεπαν και ήταν τόσο ζωντανές οι διηγήσεις τους που είχες την εντύπωση ότι τα δρώμενα παρουσιάζονταν μπρος στα μάτια σου.
Μορφές απ’ το υπερπέραν, ανεξήγητοι ήχοι, νεράιδες, καλομοίρες, αγαθά πνεύματα χόρευαν γύρω σου. Ξεκινούσαν να μιλήσουν και κρεμόσουν απ’ τα χείλη τους.
Μου’ ρχονται  στο νου από εκείνη την εποχή τα παραμύθια που σκάρωνε επί τόπου με τη φαντασία του ένας γείτονας-πατέρας ενός παιδικού μου φίλου- παραμύθια με χαρούμενο τέλος, με την κλασική πλοκή σε χιλιάδες παραλλαγές, αυτή της πανέμορφης, καλόκαρδης, φυλακισμένης πριγκίπισσας και του γενναίου παλικαριού που νικούσε τους κακούς, την έσωζε και -τι άλλο;- την παντρευόταν. 
Το αξιοσημείωτο σ ’όλες εκείνες τις ιστορίες ήταν ότι η λύτρωση  μέσω της αγάπης γινόταν οπωσδήποτε με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο κι ένα φιλί. Αυτά τα δυο ήταν τα καταλυτικά στοιχεία, σ’ όλα τα παραμύθια και έμπαιναν βρέξει-χιονίσει εμβόλιμα στις διηγήσεις  του για να γράψουν το χαρούμενο επίλογο.
Οι πιο συναρπαστικές στιγμές όμως ήταν τα καλοκαιρινά βράδια, τότε που όλο το παιδομάνι μαζευόμαστε στις αυλές ή στα πεζοδρόμια για να πούμε αυτοσχέδιες ιστορίες τρόμου. Τότε τον πρώτο λόγο τον είχε ένα συνομήλικό μου κορίτσι. Με ψιθυριστή φωνή, ίδια μάγισσας, έκανε το ξεκίνημα της ιστορία της  ενώ εμείς την παρακολουθούσαμε με κατάπληκτα, γουρλωμένα μάτια. Κι ενώ περιμέναμε τη συνέχεια σε μια επισφαλή ισορροπία, τότε ξαφνικά εκείνη πεταγόταν ξεφωνίζοντας την τρομερή φράση του τέλους δημιουργώντας μας τέτοιο πανικό που δυσκολευόμαστε να κοιμηθούμε τις επόμενες νύχτες.
Βέβαια όλα αυτά ανήκουν σ’ ένα μακρινό παρελθόν που λίγο πολύ κάπως έτσι το ζήσαμε όλοι, όσοι τουλάχιστον μεγαλώσαμε στη δεκαετία του ’70, όταν οι γειτονιές
των πόλεων καμάρωναν τα νεοαναγερθέντα διώροφά τους  κι άκουγες νυχθημερόν  ήχους από συρσίματα ρολών ενώ στις αυλές οι μυρωδιές και τα χρώματα των λουλουδιών μπερδεύονταν στις εμπριμέ ρόμπες των κυράδων, στα μπικουτί και τα κεφτεδάκια.
Πόσο άλλαξε αυτό σήμερα; Δεν μπορώ να ξέρω τι συμβαίνει μακρύτερα αλλά εδώ στο νησί κάποιες παρέες παιδιών το κάνουν ακόμα. Δεν αναφέρομαι σ’ αυτά που βλέπουν -χωρίς επίβλεψη και χωρίς επίγνωση των γονιών-ό,τι χαζομάρα προβάλλεται στην τηλεόραση  αλλά στα άλλα που με ανόθευτη φαντασία μπορούν να πλάσουν αξιοζήλευτες ιστορίες στο μικρό τους σύμπαν με αποτέλεσμα να μας αφήνουν με το στόμα ανοιχτό.
Έτσι έμεινα κι εγώ ενεή στην τάξη μου τις προάλλες όταν τα παιδιά μου -δευτέρα δημοτικού παρακαλώ- έγραψαν ανά ομάδες καταπληκτικά παραμύθια χρησιμοποιώντας τέσσερις πέντε λέξεις -με ελάχιστη συνάφεια μεταξύ τους- και μας τα διηγήθηκαν μετά.
Μ' έκαναν να σκεφτώ ότι η ωραιότερη ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία των παιδιών και ίσως όσων με οποιονδήποτε τρόπο εμπλέκονται μαζί τους.
Τελειώνοντας εδώ σημειώνω ότι η συνοδευτική εικόνα του κειμένου είναι αυτή που επέλεξε το δικό μου παιδί ως χριστουγεννιάτικο φόντο στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή μου.
Αυτή ήταν η τελευταία ανάρτηση για φέτος.
Οι Αποδράσεις Του Νου  κλείνουν αυλαία για το 2013. Επιστροφή γύρω στις 10 Γενάρη...

ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΥΣ

Stavronia

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

Δειλινός περίπατος/ Γ. Ρίτσος

Τα σπίτια έχουν τα μυστικά τους. Νεύουν αναμεταξύ τους
 με χρώματα, με σκαλίσματα, με παράθυρα, ανθέμια, καπνοδόχους στις πιο απίθανες και υπονοητικές στάσεις.
Μόλις βγαίνω απ' την πόρτα μου τα συλλαμβάνω επ' αυτοφόρω να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. Μονομιάς σωπαίνουν κι οι προσόψεις τους σοβαρεύουν σα να μπήκε στη φιλική τους συγκέντρωση κάποιος ξένος. Έχουν τη δυσαρεστημένη έκφραση του ανθρώπου που έπινε το τσάι του και τον ενοχλήσανε τόσο, που το χέρι του με το φλιτζάνι καρφώθηκε ασάλευτο λίγο πιο κάτω απ' το πηγούνι του. Το ίδιο κι οι δρόμοι. Μόλις με βλέπουν κλειδώνουν βιαστικά τα μυστικά τους πότε κάτω απ' το φανάρι της γωνιάς, πότε κάτω απ' τις λίγες πιπεριές, πότε στη σκιά ενός σταθμευμένου φορτηγού αυτοκινήτου. Μοιάζουν έτσι με τον κλειδωμένο τεράστιο μπουφέ του παλιού σπιτιού μας. Πίσω απ' τα σκαλιστά του κρύσταλλα, που αντανακλούσαν τα φωτεινά τετράγωνα των παράθυρων μικρογραφημένα, μάντευα τα λεπτά ρακοπότηρα, τ' ασημένια κουταλάκια που τα παρουσίαζαν μόνο σαν είχαμε επίσημες επισκέψεις, ένα θεόρατο πιρούνι για το σερβίρισμα του ροφού, πορσελάνες, βάζα με στρογγυλό νεραντζάκι και κάτι άλλο, δε θυμάμαι, ποτέ μου δεν το 'δα, στο τελευταίο ράφι, ήμουνα πολύ μικρός και δεν έφτανα να δω, παρ' ότι έβαλα καρέκλα κι ανέβηκα ως εκεί ένα απόγευμα που έλειπε η μητέρα κι είχε ξεχάσει τον μπουφέ ξεκλείδωτο.
"Καλησπέρα, Αριόστε. Τι γίνεσαι"; Ακούω μια παράξενα γλυκιά φωνή. Ένας συνάδελφός μου του γραφείου. Η φωνή του με λυπάται. Κοιτάω μέσα στα μάτια του πως είμαι λυπημένος κι αξύριστος. Το λιόγερμα λαμπαδιάζει σε κιγκλιδώματα μπαλκονιών και σε παράθυρα, πανένδοξο και πένθιμο. Κι είμαι σαν ένας που τον εγκατέλειψε χτες η γυναίκα του και τώρα περπατάει στους δρόμους ξέροντας πως το σπίτι του είναι κλειδωμένο, πως οι κάμαρες είναι άδειες με λίγη σκόνη στη ράχη των επίπλων, και μόνο στην άκρη του καναπέ έχουν μείνει τα καφετιά φθαρμένα γάντια της που τα ξέχασε την τελευταία στιγμή πριν φύγει. Ωστόσο το δειλινό πλημμυράει από χρώματα - τριανταφυλλί, μενεξελί, κίτρινο, λουλακί, σμαραγδί, ολοπόρφυρο κι ένα χρυσό ποτήρι, με χλιαρό νερό. Βρέχω εκεί μέσα άκρη άκρη τα δάχτυλά μου. Τα σκουπίζω στην άσπρη πετσέτα. Υψώνω το ποτήρι. Μπορώ να ιερουργήσω μοναχικός μέσα στον κόσμο.

Γιάννης Ρίτσος, Αριόστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του, Κέδρος 1986, 3η έκδοση


Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ / Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

Τις Κυριακές το απόγευμα, οι πόρτες των πολυκατοικιών              
μου θυμίζουν κάτι παλιά αρχοντικά μαυσωλεία που τα ξέχασαν.
Αν τύχει κι έχουν στην είσοδο και κανένα κισσό
ή κανένα άλλο αναρριχώμενο, τότε πια είναι που είναι.

Εδώ κοιμήθηκαν οι φίλες μας, ανώνυμες και ξένες.
Δεν άντεξαν να διαλέξουν
ούτε και την τελευταία ευκαιρία που τους απόμενε:
Να παραμείνουν συναισθηματικές.

Ανάβεις το φως. Σβήνεις το φως.
Θέλω να σε αγαπήσω όσο τίποτα άλλο.
Ανάβεις το φως. Σβήνεις το φως.
Μια γριά θρήσκα ταΐζει τα γατιά της στο φωταγωγό.
Παίζεις ανυποψίαστη. Μαλλιά μακριά, πόδια μακριά, γυμνά.

Παίρνει ο αγέρας το φουστάνι σου.

                                                                   Η θλίψις του προαστίου, 1976

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ Ο ΠΑΓΕΡΟΣ

Δεκέμβρης ο παγερός…
Ο μήνας των απολογισμών, των υπολογισμών, -ανιδιοτελών και ιδιοτελών-  των εξορθολογισμών και των κάθε είδους –ισμών που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια τα κοπάδια των προβάτων  στη θυσία. 
Ζήσε κι άσε τους άλλους να πεθάνουν, ήταν ένας  τίτλος απ’ τις ταινίες  Τζέιμς Μποντ, μια φράση που ταιριάζει γάντι για τους πάνω και τους κάτω.
Γιατί όσους κι  ό,τι  δεν αποτέλειωσε ως τώρα η  κυβερνητική πολιτική στην Ακυβέρνητη πολιτεία που λέγεται Ελλάδα, θα το αποτελειώσει το πολικό ψύχος του Δεκέμβρη.
Φαίνεται πως  η αξία της ανθρώπινης ζωής όπως εκτιμάται τα τελευταία  χρόνια είναι κάτω κάτω στο κουτί του χριστουγεννιάτικου δέντρου, τριμμένη χρυσόσκονη που σκορπάει στην παγωνιά της νύχτας.
Σε ένα διαρκές νεύμα θανάτου πορευόμαστε, κάθε πρωί μετριόμαστε και είμαστε όλο και λιγότεροι, ένα ασταμάτητο απονενοημένο διάβημα έγινε πια το παρόν και το μέλλον ενώ το πολυπόθητο φως στην άκρη του τούνελ  διαψεύδεται μέσα στο αδυσώπητο  σκοτάδι  της πραγματικότητας.
Σύντομα, για να μην πω από τώρα, θα νιώθουμε την ανάγκη όσοι έχουμε ακόμα σπίτι και δουλειά, τα αυτονόητα δηλαδή, να ζητάμε να μας συγχωρήσουν όλοι οι άλλοι, αυτοί που κοιμούνται και ξυπνάνε παρέα με το πεθαμένο κι άθαφτο πτώμα της προσμονής.
Τελικά τα μεγαλύτερα διδάγματα τόσων και τόσων φιλοσοφικών θεωριών που έλαμψαν πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο μάλλον τα πήραμε από τους Στωικούς παρόλο που θα 'πρεπε να τα πάρουμε απ' τους Επικούρειους. Όμως ακόμα κι η στωικότητα έχει τα όριά της όπως και κάθε τι άλλο.
Πριν λοιπόν μας τελειώσει και πριν μας τελειώσουν, πριν αρχίσουμε να μισούμε εαυτούς και αλλήλους, έχουμε χρέος να φτιάξουμε, έστω και σε υποτυπώδεις συνθήκες διαβίωσης, πολιτισμό, μέσα από μικρές ή μεγάλες ομάδες. Ομάδες χωρίς ηχηρές κραυγές αλλά με ηχηρό έργο. Έξω από παράπονα, ευφάνταστα συνθήματα και χαρισματικούς δημαγωγούς.
Δουλεύοντας και συμπλέοντας με τον εαυτό μας, δηλαδή δουλεύοντας και συμπλέοντας με τους άλλους.
Εκεί πάσχει το σώμα της ιστορικής μνήμης μας και δε σταμάτησε να αιμορραγεί μ’ όσες γάζες κι αν το καλύψαμε, όσους αλμπάνηδες γιατρούς κι αν φέραμε να μας δώσουν γρήγορη κι εύκολη γνωμάτευση. Άλλωστε αυτούς πληρώνουμε τώρα.
Είναι καιρός ν’ αντικρίσουμε κατάματα τις πληγές μας και να βρούμε αλληλέγγυοι την καλύτερη θεραπεία.
Για να μην υπάρχουμε σε κάποιο βιβλίο του μέλλοντος μόνο ως μια δεύτερη Χαμένη Ατλαντίδα.

Stavronia

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

EKEINOI ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΑΙΔΕΨΑΝ

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,       
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ...
                                                                                 (1955)
ΙΘΑΚΗ


Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια

ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.
Πάντως, δὲν ἦταν λύση, ἦταν ἡμίμετρο.
Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποὺ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά…
Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕποπτη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους του μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.
Τὸν Ποσειδῶνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποὺ μὲ κρατάει πάντα μακριά.
Μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ἰθάκη θὰ μοῦ βρεῖ τὴ λύση;

Η ΘΑΛΑΣΣΑ


Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:

μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.
                                                                     (1962)

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Επειδή η Αθήνα είναι ακόμα και σήμερα η πόλη των ποιητών

ΟΙ 24 ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΗΜΕΡΑ

Αν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν εξυμνούσε «το πάθος για αναμονή» που του δίδαξε η νωχελικότητα ενός καφενείου στο κέντρο του Βερολίνου, ο δικός μας Νίκος Καρούζος έλεγε ότι απολάμβανε να πίνει καφέδες «χαζεύοντας πίσω από τις βιτρίνες τους καταναλωτές». Τα σκοτεινά υπόγεια, τα καφέ, τα αναγερτά σημεία της πόλης γεννούν τους ποιητές τους – με τον ίδιο τρόπο που η Αθήνα καθορίζεται ακόμα μέσα από τις συμβολικές μορφές της. Η ευφρόσυνη ακηδία του Κολωνακίου δεν νοείται χωρίς τα καφέ της, στα οποία θα δεις ακόμα να συχνάζουν περιώνυμοι ποιητές: ο Μιχάλης Γκανάς με τη σεμνή, χθόνια σχεδόν μεγαλοπρέπεια ή ο Αλέξανδρος Ίσαρης με τη ρομαντική αβρότητα. Κάπου στη μέση της διαδρομής, ανάμεσα σε Κολωνάκι και Εξάρχεια, αναφαίνεται και η εικόνα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ να σκαρώνει σαν κοφτερή λεπίδα στίχους ματωμένους πάνω σε ένα πλαστικό τραπεζομάντιλο με λουλούδια, σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο όπου δεν τη νοιάζει ποτέ αν θα εισβάλει το φως. Αρκεί που φωλιάζει από κάποια του γωνιά η έμπνευση.
Για τους ποιητές δεν έχουν, άλλωστε, σημασία οι ώρες της ημέρας, το φως ή τα σκοτάδια, ακόμη κι αν πρόκειται για εκείνους που κατάφεραν να προασπιστούν επάξια την ποίηση στην απόλυτη εξωστρέφειά της. Δύσκολα θα φανταζόσουν, φέρ' ειπείν, τον Χάρη Βλαβιανό να φοβάται να αφήσει την ποίηση να βολτάρει αγέρωχη, λίγο ειρωνική, σαν τσαχπίνα κόρη, στα θορυβώδη σημεία της πόλης. Σαν τις ντάμες που πηγαίνουν κι έρχονται στα σαλόνια του Τ.Σ. Έλιοτ, η ποίηση που προασπίζεται ο Βλαβιανός ξέρει πώς να είναι ειρωνική, ακριβώς επειδή δεν φοβάται να εκτεθεί σε διαφορετικούς ανθρώπους και περιβάλλοντα. Πιο πολιτικός ο Τίτος Πατρίκιος, αλλά εξίσου εξωστρεφής, αγάπησε την Αθήνα στην κυριολεξία της και στην απλότητά της – στην πιο σκληροπυρηνική αστικότητά της. Αντίστοιχα, πάλι, ο Γιάννης Κοντός εμπνεύστηκε από τα κομμάτια της Αθήνας ολόκληρες συλλογές (Ηλεκτρισμένη Πόλη), ανήμπορος να ξεχάσει σπίτια παλιά κι αγαπημένα, αφού «όλα έχουν τη μουσική τους και την ιδιαίτερη μυρωδιά τους».
Η Αθήνα είναι τελικά οι στίχοι των ποιητών που εξαντλούν τις αισθήσεις της, σαν ιδανική ερωμένη. Σε μια άλλη διαδρομή που ξεκινάει από την καρδιά του κέντρου για να φτάσει στο «βουλεβάρτο» των Πατησίων, ανάμεσα στα δέντρα και τα αναρίθμητα νεοκλασικά που τώρα χάσκουν εγκαταλελειμμένα, έστησε η Μαρία Λαϊνά το μικρό ποιητικό της βασίλειο. Στα Άνω Πατήσια της παλιάς αστικής Αθήνας μετοίκησε η γνωστή ποιήτρια από την Πάτρα και εκεί συνέλεξε τα πνευματικά θραύσματα μέσα από διαβάσματα και καθημερινές εικόνες. Σε ένα μέρος, δηλαδή, της Αθήνας που δεν εξαχνώθηκε πνευματικά με τα χρόνια αλλά διαμόρφωσε κύκλο χαμένων ποιητών: όχι τυχαία η Λαϊνά συναντούσε, λίγο πιο κάτω, στη Φωκίωνος Νέγρη τον Σαχτούρη, ο οποίος την αναγόρευσε στη σπουδαιότερη ποιήτρια της γενιάς της.
Γι' αυτό ίσως κι ένας νέος ποιητής όπως ο Γιάννης Δούκας επιμένει, μιλώντας κάποια στιγμή στη LiFO, πως η πόλη είναι το «έναυσμά μου, αφού με τρέφει τρώγοντάς με, αλλά με τρέφει», συνομιλώντας νοερά με μια άλλη ποιήτρια που μετέτρεψε την ασφυξία που επιφέρει το αστικό περίβλημα σε κατάθεση οδύνης (και ηδονής), φοβίας αλλά και ελευθεροφροσύνης. Η Κική Δημουλά δεν θα μπορούσε να γράφει πουθενά αλλού πέρα από ένα ανήλιαγο στενό της Κυψέλης, σε ένα διαμέρισμα που εκ των προτέρων φαντάζει σαν απειλή. Ιδού ο τρόπος που οι Αθηναίοι ποιητές μεταμόρφωσαν τις πιο σκληρές συνθήκες σε αφορμές για έμπνευση. Η πόλη καθρεφτίζει τα είδωλά της μέσα στους στίχους που μόνο οι άνθρωποι με τη λοξή ματιά μπορούν να δουν έστω και εξ αντανακλάσεως: ο Σαχτούρης έλεγε πως μόνο οι βόλτες στην πόλη τον έκαναν να δει μέσα στον «Μεγάλο Καθρέφτη» του τις σιωπές του Ντύλαν Τόμας αλλά και τις κραυγές μιας μεταβυζαντινής αγίας. Υπάρχουν, όμως, και οι αθόρυβοι εργάτες της ποίησης που δεν θα μπορούσαν παρά να κινούνται στο αστικό κέντρο, όπως ο «παλαίμαχος» ποιητής Σωτήρης Παστάκας ή ο Χρήστος Αγγελάκος, αλλά και ο εμπνευσμένος νέος Δημήτρης Αθηνάκης. Γιατί τελικά όλοι αυτοί αγάπησαν την Αθήνα στις αντιφατικές της εκφάνσεις και στην πιο αδυσώπητη αλήθεια της, όπως ο Γιώργος Σεφέρης αγάπησε κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού γι' αυτό «το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου / που μας άφηνε θαυματουργά στη θάλασσα την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες».

ΠΗΓΗ: http://www.lifo.gr 

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΣΕ ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΡΜΥΡΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ

Χειμώνας με την κρύα χάρη του. Όπως και να το κάνεις έχει μια καθαρότητα αυτή η εποχή. Κυριολεκτική και μεταφορική. Σε υποχρεώνει να έρθεις πιο κοντά στον εαυτό σου. Να στραφείς προς τα έσω. Να μιλήσεις ουσιαστικότερα με το είναι σου.  Κι αν έχεις επιλέξει ή σε έχει επιλέξει κάποια επαρχία αρμυρών οριζόντων τότε αυτό γίνεται σχεδόν αναπόφευκτο. Γιατί εδώ οι άνθρωποι είναι μετρημένοι και λίγοι και η ζωή εξεγείρεται αλλιώς.
Μέσα απ’ το φουσκωμένο άσπρο πάπλωμα της θάλασσας  που κάνει κάθε άλλο ήχο ν’ ακούγεται παράταιρος, τα έρημα καφενεία, τα γερτά δέντρα και τα καπνισμένα πλακόστρωτα σοκάκια η ψευδαίσθηση παρόντος και παρελθόντος χρόνου αντιμάχεται την αίσθηση του πραγματικού. Ανακόλουθες καταστάσεις της ψυχής για όποιον τρώει η περιέργεια να δει την ομορφιά με ταπεινό βλέμμα αφού τίποτα εδώ δεν είναι υπέρμετρα φωτισμένο.
Εκτός ίσως απ’ τα πρόσωπα των ανθρώπων όταν σου λένε καλημέρα ή καληνύχτα κάτω από έναν ουρανό που απλώνει ολόγυρα το αφτιασίδωτο πρόσωπό του και φανερώνει συγκινησιακά τις εναλλαγές του στις προθέσεις του καιρού.
Κι όσοι μένουμε σ’ αυτόν τον τόπο επί μακρόν δεν παραμυθιαζόμαστε όπως οι εποχικοί επισκέπτες. Νιώθουμε υποδόρια τη γοητεία τέτοιας θέασης γιατί ακριβώς ζούμε μέσα στο παραμύθι. Αλλά παράλληλα ξέρουμε ότι στο  παραμύθι εμπεριέχονται όλα, και τα καλά και τα κακά και η μαγεία.
Απλώς επιμένουμε να κοιτάζουμε προς το τρίτο. Στη χίμαιρα. Όσο μοναχικά ιδιότροπο κι αν είναι αυτό.  Αμετανόητοι και τρελοί… 

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ

Μετά από 6 μήνες μακριά από την Αθήνα, μου ήταν δύσκολο να αντέξω δυο συνεχόμενους μήνες στην Αθήνα, οπότε πήρα την ψυχή μου και το μυαλό μου κι έφυγα. Καθώς κοιτούσα το σχεδόν άδειο πλοίο να σκίζει τα ανταριασμένα νερά, ήρθε στο μυαλό μου η παράσταση «Πνιγμονή» που είδα μερικές ημέρες πριν στο θέατρο Vault.
Δεν είναι περίεργο που μου ήρθε στο μυαλό μια θεατρική παράσταση -που, άλλωστε,
λέγεται «Πνιγμονή»- μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Αν είχα σπίτι και αυτοκίνητο, μπορεί να μου έρχονταν αυτά στο μυαλό. Αλλά δεν έχω σπίτι και αυτοκίνητο, οπότε δεν υπάρχει κίνδυνος να μου τα πάρουν, και μπορώ να σκέφτομαι μια θεατρική παράσταση.

Στην παράσταση «Πνιγμονή
», οι πέντε κόρες δεν τολμούν να αντιταχθούν στην τυραννία της μητέρας τους, οπότε σκοτώνονται συνεχώς μεταξύ τους.

Από την άλλη, και η μητέρα τους -που κάποτε ήταν στη δική τους θέση- είναι θύμα της παράδοσης και του θρησκευτικού φανατισμού που θέλουν τις γυναίκες υποταγμένες και χωρίς το δικαίωμα να εκφράσουν τις επιθυμίες τους.

Η μητέρα -που είναι αρχηγός της οικογένειας μετά τον χαμό του άνδρα της- επιβάλλει στις κόρες της τους απάνθρωπους κανόνες της κοινωνίας για να τις προστατεύσει και να μην έχουν το φρικτό τέλος που είχαν οι δικές της αδερφές.

Οι κόρες θα μπορούσαν να ενωθούν και να αντιταχθούν στην μητέρα, ενώ ακόμα καλύτερα θα ήταν αν οι κόρες ενώνονταν με την μητέρα τους και τις άλλες γυναίκες του χωριού, ώστε να αντιδράσουν και να έχουν ίσα δικαιώματα με τους άνδρες.

Η παθητική συμπεριφορά των γυναικών στην «Πνιγμονή» -αλλά και η παθητική συμπεριφορά των γυναικών μέσα στους αιώνες και ακόμα και σήμερα σε πολλές χώρες- μου έφερε στο μυαλό τη δική μας συμπεριφορά.

Συμπεριφερόμαστε σαν τις γυναίκες που -ακόμα και σήμερα- είναι σε πολλές πολλές χώρες πολίτες β' κατηγορίας.

Αν ενωθούμε, μπορούμε να τους πάρουμε παραμάζωμα. Μπορούμε να τους διαλύσουμε. Αλλά δεν ενωνόμαστε.

Προτιμούμε πρόσκαιρα μικρά οφέλη και να πιστεύουμε πως ποτέ δε θα έρθει η δική μας σειρά να πέσουμε.

Δεν βλέπουμε την εξουσία και προτιμούμε να στραφούμε εναντίον του διπλανού μας.

Όπως οι κόρες στην «Πνιγμονή», ξεχνάμε πως ο χαμός ενός από εμάς έχει εξαιρετικά άσχημες συνέπειες για τις ζωές των υπολοίπων.

Αυτά σκεφτόμουν στο πλοίο.


Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

1η ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΜΕ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ Ο. ΕΛΥΤΗ

"Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος"
 
H πρώτη αλήθεια είναι ο Θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία. Η αίσθηση του "γυρισμού των πραγμάτων" μού είναι οικεία, ίδια καθώς το κύμα της Ποίησης που έλεγα πριν ότι τ' αφήνω να χτυπά μακριά στην πρώτη μου νεότητα και να ξαναγυρίζει εκεί που περιμένω λιγοστεμένος κάθε φορά και περισσότερο, αλλ' ορθός - καθώς το θέλησα. Ένας αμετανόητα ερωτευμένος, που πηγαίνω πάντα νωρίτερα στο σημείο το κρυφό της συνάντησης, με την ίδια λαχτάρα, το ίδιο σφίξιμο στο λαιμό, το ίδιο βημάτισμα επάνω - κάτω και περιμένω...Τι; Ίσως αυτό, θα έλεγα, που αν δεν ανέβει να γίνει δάκρυο, πήζει στο στήθος και βαραίνει και ο κόσμος όλος άξαφνα φαίνεται τόσο γλυκός και τόσο πικρός μαζί. Κάποτε είναι μια κοπέλα κάποτε, πάλι, δυο - τρεις στίχοι πολλές φορές, απλά και μόνον το καλοκαίρι.
Τα πιο ανεπαίσθητα σημάδια, τα πιο αόρατα - ο τρόπος που γέρνει λίγο πιο λοξά ένα πουλί, που φωνάζει λίγο πιο δυνατά ο γιαουρτάς το δειλινό στον κατηφορικό δρόμο, που μπαίνει απ' τ' ανοιχτό παράθυρο αναπάντεχα μια μυρωδιά καμένου χόρτου ( πού βρέθηκε; από πού να' ρχεται) -, παίρνουν ολάκερη τη σημασία τους, λες κι έχουν αποστολή τους μοναδική να με πείσουν ότι, όπου να' ναι σήμανε ο ερχομός της αγαπημένης. Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο Θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν' ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ήλιος κι ο Άδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Άκτιστον, που είναι ο Θεός. Γι΄αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ' αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός - που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και "φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου".
Είναι σωστό να δίνουμε στο άγνωστο το μέρος που του ανήκει` να γιατί πρέπει να γράφουμε. Γιατί η Ποίηση μάς ξεμαθαίνει από τον κόσμο, τέτοιον που τον βρήκαμε: τον κόσμο της φθοράς, που έρχεται κάποια στιγμή να δούμε ότι είναι η μόνη οδός για να υπερβούμε τη φθορά, με την έννοια που ο Θάνατος είναι η μόνη οδός για την Ανάσταση. Μιλώ, το καταλαβαίνω, σα να μην έχω το δικαίωμα, σα να ντρέπομαι σχεδόν που αγαπώ τη ζωή. Κάποτε, είναι η αλήθεια, μ' εξαναγκάσανε και σ' αυτό. Κανείς δεν ξέρει, δεν ανακάλυψε ποτέ, από πού κρατάει το πάθος του ανθρώπου να μισεί τη δυνατότητα της ίδιας του της σωτηρίας. Είναι που ίσως θα ήθελε να μην το ξέρει αλλά παρ' όλ' αυτά το ξέρει πως υπάρχει` και πως είναι αυτός η αιτία που δεν μπορεί μήτε να την πλησιάσει μήτε να να την υπερβεί. Θέλουμε δε θέλουμε, είμαστε όλοι μας δέσμιοι μιας ευτυχίας, που από δικό μας λάθος αποστερούμαστε. Να από πού ξεπηδά η προαιώνια λύπη της αγάπης.
Λοιπόν όχι, δεν ήταν από άγνοια που έβαζα τα χρυσά στον ουρανό καθώς οι αγιογράφοι` δεν ήταν πως μου έλειψε η ακοή, όταν οι άλλοι φώναζαν. Όταν οι άλλοι φώναζαν, άκουγα κι έβλεπα κι οσφραινόμουν και γευόμουν και χάιδευα το βρέφος που δεν έσωσε να κάνω κάτι για να γεννηθεί. Γι' αυτό και μόνον αισθάνομαι υπεύθυνος. Ποτέ για μια παράταξη που κλείνει όλων των λογιών τους ηλίθιους και τους ικανοποιημένους. Και με πίκρα συλλογίζομαι, κάθε φορά που πιάνω την πένα, πόσο μάταιο είναι να μιλά ο άνθρωπος για λογαριασμό ενός κόσμου που είναι κατάσπαρτος από νύξεις μιας ιδανικής τελειότητας, όταν είναι ίσα - ίσα η ατέλειά του, που γι' αυτήν υποφέρει και οδύρεται, είναι αυτή που τον εμποδίζει να τις αναγνωρίσει και, με τη βοήθειά τους, να πάει πιο πέρα.
Σίγουρα στο κεφάλαιο της τέχνης της ψυχής δεν έχουμε περάσει ακόμη στη σύνθεση. Ψελλίζουμε, συλλαβίζουμε, το πολύ βγάζουμε κραυγές που, για να νιώθουμε πώς είναι το μέγιστο που μπορούμε, τις θαυμάζουμε και μάς συγκινούν ως τα δάκρυα. Όμως, αν το καλοσκεφτούμε, πόσο μέρος από το πραγματικό αντίκρισμα της ζωής καταφέρνουν κάθε φορά να καλύπτουν; Να γιατί, τ' ομολογώ, αποβλέπω στην άνδρωση του λόγου, όπως ένας συνωμότης αποβλέπει στην κατίσχυση των μυστικών του ιδεών` με πολλούς υπολογισμούς και πολλά όνειρα. Δεν είμαι - δεν ήμουν ποτέ - της πλειοψηφίας, το ξέρω. Αφελείς πρέπει να είμαστε όσοι λέμε πως διακρίνουμε κάποιο σχέδιο ανάμεσα στ' άστρα και στα σπλάχνα μας, ανάμεσα στο πέταγμα των πουλιών και στην ψυχή μας. Παρ' όλ' αυτά, η αφέλειά μας δεν είναι τόση που να φτάσουμε να πούμε το καίριο. Πρέπει να ξέρεις ν' αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά για να σου δώσει το καράβι, και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα, κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξαντρο, και όλα τα πάθη του Ελληνισμού.
Έτσι κάποτε, όταν το πλήρωμα του χρόνου φτάσει, μία μέσ' απ' την άλλη, αποσυρταρωμένες οι αισθήσεις μας συνθέτουν τη δεύτερη και την τρίτη ιστορία που η Ποίηση ζητά στην ίδια της την κίνηση ν' απαθανατίσει. Οι αισθήσεις μας, που δεν έχουν, όπως τα αισθήματά μας, ιστορία - τί περίεργο. Που χωρίς να υπόκεινται στη μεταβολή, την προκαλούν και την υποβοηθούν αποτελεσματικότερα` που χωρίς να εκβιάζονται να παρακολουθήσουν το πνεύμα μιας εποχής, το εκφράζουν πάντα πιο εύγλωττα. Να γιατί πιστεύω πως κι η πιο ύστερη (η πιο μοντέρνα) κάθε φορά ποιητική γραφή οφείλει να μαρτυρεί ότι είναι σε θέση ν' ανάγεται, όπως κι αυτές, στην πρώτη γραφή των πραγμάτων. Είναι κάτι αυτό που, όσο απλό κι αν φαίνεται, όταν το συνειδητοποίησα, ένιωσα πραγματικά μιαν απέραντη ελευθερία.
Ένα μεταφορικό καλοκαίρι με περίμενε, ολόιδιο, αιώνιο, με τα τριξίματα του ξύλου, τις μυρωδιές των άγριων χόρτων, τα σύκα του Αρχίλοχου και το φεγγάρι της Σαπφώς. Ταξίδευα σα να περπατούσα σ' ένα διάφανο βυθό` το σώμα μου έφεγγε καθώς το διαπερνούσανε πράσινα και γαλάζια ρεύματα` χάιδευα τις αμίλητες πέτρινες γυναικείες μορφές, και στους αντικατοπτρισμούς άκουγα, χιλιάδες, των βλεμμάτων τα κελαηδίσματα` μια ατελεύτητη σειρά πρόγονοι, αγριωποί, βασανισμένοι, περήφανοι, κινούσαν τον κάθε μυώνα. Ω ναι, δεν είναι μικρό πράγμα να' χεις τους αιώνες με το μέρος σου, έλεγα ολοένα, και προχωρούσα.
Έτσι, ανάμεσ' από το αδιάφορο "μεγάλο κοινόν" και τις "εχθρικές Εξουσίες" πέρασα όπως ανάμεσ' απ' τις Συμπληγάδες. Κι ότι δεν υπάρχει χρυσόμαλλο δέρας είναι ψέματα` ο καθένας από μας είναι το χρυσόμαλλο δέρας του εαυτού του. Κι ότι δεν αφήνει ο θάνατος να το δούμε, και να τ' αναγνωρίσουμε, είναι απάτη` πρέπει ν' αδειάσουμε το θάνατο απ' αυτά που τον έχουν παραγεμίσει, να τον φτάσουμε στην απόλυτη καθαρότητα, για ν' αρχίσουν να ξεχωρίζουν μέσ' απ' αυτόν τ' αληθινά βουνά και η αληθινή χλόη, ο γδικιωμένος κόσμος γιομάτος δροσοσταλίδες που λάμπουν καθαρότερες από τα πιο πολύτιμα δάκρυα.
Να τί είναι αυτό που περιμένω κάθε χρόνο, με μια ρυτίδα περισσότερο στο μέτωπο, μια ρυτίδα λιγότερο στην ψυχή: την πλήρη αντιστροφή, την απόλυτη διαφάνεια...

(ενότητα Ζ΄από το κεφάλαιο Πρώτα - Πρώτα)

Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά , Ίκαρος, Αθήνα 1987, 3η έκδοση οριστική

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑΣ: ΑΠΟΛΟΓΟΣ ΒΙΟΥ 107 ΕΤΩΝ

«Το ξέρω καλά. Οι περισσότεροι – ειδικά κάποιοι νεόκοποι από τις τηλεοράσεις που έρχονται
να με δουν, να μου ζητήσουν "δηλώσεις", δεν είναι γιατί γνωρίζουν και εκτιμούν το έργο και την προσωπικότητά μου. Είναι η ηλικία μου που τους κάνει εντύπωση. Δεν επεπόθησα ξέρετε τόσο μακρύ βίο... Έγινε. Δεν θέλω πια άλλο να ζήσω. Η χαρά μου (η αγαπημένη μου σύζυγος) έφυγε. Ο έρωτας– τον οποίο η ύπαρξή της και μόνο μου ενέπνεε, ο έρωτας για τη ζωή, τη δημιουργία και την εργασία, για τη δημιουργία, δεν υπάρχει πια. Οπότε, σας ευχαριστώ για τις ευχές και τα δώρα αλλά... είναι πλέον περιττά. Και η εποχή μας δεν το θέλει το περιττό..».

Αυτά ανέφερε, μεταξύ πολλών άλλων, στη συνέντευξή του την Πέμπτη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη δημοσιογράφο Βίκυ Χαρισοπούλου, ο Εμμανουήλ Κριαράς, με αφορμή τα 107α γενέθλιά του: Ο διακεκριμένος φιλόλογος και ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1906 (15 Νοεμβρίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυε τότε) στον Πειραιά.

Ο Εμμανουήλ Κριαράς ζει πάντα στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της οδού Αγγελάκη, ανάμεσα σε βιβλία, χαρτιά, στυλό, λεξικά, φωτογραφίες (κυρίως της συζύγου του), μερικές παλιές πολυθρόνες, μια κλειστή (πάντα) τηλεόραση, λίγες εφημερίδες – «δεν αγοράζω πια τέσσερις την ημέρα, τις μείωσα... δεν έχουν πια ειδήσεις» λέει μάλλον απογοητευμένος.

Τα γενέθλιά του που τιμώνται πάντα από τους φίλους και συνεργάτες του – ή έστω όσους απ' αυτούς απέμειναν εν ζωή – «θα είναι κάτι λιτό. Απλώς θα μαζευτούμε να φάμε μαζί. Η εποχή δεν επιτρέπει πλέον τα περιττά...».

«Δεν ήλπιζα τόσο μακρά ζωή... Θυμάμαι, ξέρετε, τον κομήτη του Χάλεϊ, την εμφάνιση του Βενιζέλου, παρέστην – μικρό παιδί – σε ένοπλο συλλαλητήριο στην Κρήτη...».

«Δεν θέλω πλέον να ζω. Θέλω να διατηρήσω την αισιοδοξία μου αλλά δεν μου το επιτρέπουν τα "πράγματα" όπως έχουν καταστεί. Και σε κοινωνικό και σε προσωπικό επίπεδο. Κοινωνικά, μ' αυτή την κατάπτωση την οικονομική, αλλά όχι μόνο. Είναι πολιτικό το πρόβλημα και βεβαίως και πρόβλημα παιδείας. Ο Έλληνας έχει τον... ηρωισμό να θαυμάζει το αρχαίους– χωρίς, όμως, να τους γνωρίζει, ούτε να τους καταλαβαίνει. Έτσι, γιατί τον βολεύουν... Παράλληλα, φροντίζει για τον διορισμό του "ανάξιου" συνήθως παιδιού του σε βάρος του άξιου παιδιού του διπλανού, ο οποίος δεν έχει τις ίδιες... γνωριμίες, φροντίζει να δουλεύει όσο το δυνατό λιγότερο, να πάει αργότερα και να φεύγει νωρίτερα από τη δουλειά του, να βάζει στην τσέπη του ό,τι και όσο μπορεί ο καθένας– όχι μόνο οι πολιτικοί- απ' αυτά που δεν του ανήκουν, να μισεί και να υπονομεύει τον "άλλο", να...».

Δηλαδή, «μαζί τα φάγαμε»;
«Ενέχει μια μεγάλη αλήθεια αυτή η ρήση. Υπό την έννοια της νοοτροπίας που έχει επικρατήσει. Λείπει η εθνική αλληλεγγύη και επικρατεί - ακόμα και σήμερα εν μέσω αυτής της ανθρωποφονικής κρίσης - το ατομικό συμφέρον».

Ψηφίζετε; Πώς μορφοποιείται, στα ελληνικά πολιτικά δεδομένα του σήμερα, το όραμά σας περί του δημοκρατικού σοσιαλισμού ως «μόνη λύση»;

«Μέχρι πρόσφατα το έκανα. Τώρα δεν με βαστούν τα πόδια μου να πάω στο εκλογικό κέντρο. Είχα τοποθετηθεί και στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ. Μου είχε τηλεφωνήσει τότε ο κ. Πετσάλνικος για να ζητήσει την έγκρισή μου και του είχα πει, θυμάμαι, ότι αποδέχομαι, αλλά... θα ήθελα να είναι πιο σοσιαλιστικό το κόμμα... Δυστυχώς, δεν τα κατάφερε... Ύστερα... όχι, όχι δεν είμαι υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχω εμπιστοσύνη σ' αυτά που λέει ο κ. Τσίπρας. Ούτε με το ΚΚΕ. Τον κομμουνισμό τον γνωρίσαμε στη Ρωσία έτσι όπως εφαρμόστηκε ... Ήμουν υπέρ του κ. Κουβέλη. Πίστευα πως είναι αυτός που εκφράζει μια αριστερή πολιτική, αλλά δημοκρατική. Όπως ήταν και το όνομα του κόμματός του. Είναι λυπηρό, όμως, το ότι και σ' αυτό τον πολιτικό χώρο υπήρξαν εσωτερικές διαφωνίες και διασπαστικές κινήσεις που οδήγησαν και στην αποχώρησή του από την κυβέρνηση».

Κι αν σας ρωτούσα και πάλι, «τι να κάνουμε»;

«Πρώτον οι νέοι να μην φεύγουν στο εξωτερικό. Να μάθουν να επιμένουν και να υπομένουν. Χάνουμε το αίμα μας ως έθνος με τη φυγή των νέων. Δεύτερον: Να μείνουν εδώ, να δουλέψουν, να αγαπήσουν την εργασία, να μην απεργούν (ειδικά οι δάσκαλοι, οι γιατροί...) Και τρίτον... εγώ να φύγω... Κουράστηκα πια. Δεν θέλω άλλο να ζω για να βλέπω αυτή την κατάσταση».

Είναι που εξέλειπε ο έρωτας; Έτσι όπως το θέσατε προ ολίγων ετών– υπό την έννοια της αέναης επιδίωξης του ιδανικού;
«Επίστεψα βαθιά στον έρωτα! Αρκεί βέβαια να έχει εκδήλωση και από τις δύο πλευρές. Προσωπικά, έζησα ευτυχισμένο βίο. Η γυναίκα μου, με την οποία έζησα 65ετή κοινό ευτυχισμένο βίο, κατανοούσε, κι εγώ εκείνη. Ερωτευτήκαμε και οι δύο την εργασία, τη δημιουργία, ο ένας τον άλλο... Επίστεψα πολύ στον έρωτα... Είναι αυτός που που σε βοηθά να ζεις και να δημιουργείς. Είναι αυτό που λείπει ίσως σήμερα...».

Και η έλλειψη απογόνων; Είναι κάτι που αν μπορούσατε θα αλλάζατε;

«Είναι γεμάτο το σπίτι, οι βιβλιοθήκες με απογόνους μου (τα βιβλία του). Το πρόβλημα υγείας της συζύγου μου δεν μας επέτρεψε να αποκτήσουμε παιδιά. Είναι ένα στοίχημα η τεκνοποιία... Και αποδεικνύεται ότι είναι ευτύχημα ή δυστύχημα... Τελικώς, ευτυχώς που δεν έχω παιδιά. Τουλάχιστον – αν και τα δικά μου παιδιά θα ήταν σήμερα πολύ μεγάλα – δεν θα χρειαζόταν και θα κινδύνευαν να αναγκαστούν να φύγουν από τη χώρα λόγω της κρίσης... Τη βλέπω ξέρετε πολύ συχνά στον ύπνο μου... (τη σύζυγο του Αικατερίνη Στρυφτού- Κριαρά). Θα ήθελα και να αναστηθεί, αλλά δεν γίνεται».

«Είμαστε τραγικές μορφές. Το γεγονός ότι έχουμε συνείδηση δεν νομίζω ότι είναι στοιχείο ουσιαστικής ευτυχίας. Ο άνθρωπος ζει πιο ευτυχισμένα όταν δεν έχει συνείδηση της τραγικότητας της ζωής του. Εγώ- δυστυχώς -την έχω. Επιθυμία μου είναι πλέον να μη ζήσω. Είναι βάρος πια η ζωή μου» έλεγε προ επταετίας – μόλις που είχε κλείσει τα 100.

Ο Εμμανουήλ Κριαράς άλλαξε σύντομα γνώμη. Δυο-τρία χρόνια μετά, δήλωνε: «Όχι δεν φοβάμαι τον θάνατο. Δεν θέλω όμως να πεθάνω αμέσως... Θέλω να ολοκληρώσω τις εκκρεμότητες των κειμένων μου».

«Απόλογος Βίου»

Είναι αυτές οι εκκρεμότητες που ολοκλήρωσε ήδη. Το τελευταίο βιβλίο του βρίσκεται ήδη στο τυπογραφείο κι έχει τον τίτλο «Απόλογος Βίου».

«Προσθέτω ό,τι ίσως παρέλειψα στις προηγούμενες εργογραφίες και βιογραφίες μου. Αυτά που σας είπα στις κατά καιρούς συζητήσεις μας. Για τη ζωή μου, τη γυναίκα μου, τις δραστηριότητες μου».

Κι αν σας ζητούσα μια περίληψη, έναν «τίτλο», αυτού του απολόγου του βίου σας;

«Στη ζωή μου έκαμα αυτό που θεωρούσα καθήκον μου».
(από την συνέντευξη που παραχώρησε χθες, Πέμπτη 28 Νοεμβρίου, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στην δημοσιογράφο Βίκυ Χαρισοπούλου, οδιακεκριμένος καθηγητής της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Εμμανουήλ Κριαράς, με αφορμή τα 107α γενέθλιά του)

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Μιχάλης Γκανάς: "Είσαι ακοίμητη θάλασσα στην υδρόγειο χούφτα μου"

Γκανάς Μιχάλης, Τα μικρά, Καστανιώτης, Αθήνα, 2000.

Φέρτε τους άρχοντες
να ευθυμήσουμε λιγάκι
να θυμηθούμε τις ευθύνες μας.
~*~


Έτσι ήταν η Ελλάδα πάντοτε
ένας δίσκος με αντίδωρα.
Κανένας δεν τη χόρτασε.
~*~

ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ

Από δω έφυγε
η μισή πατρίδα
για τα ξένα.
~*~


Από χάδι σε χάδι
έγινε βότσαλο.
Καμιά παλάμη δεν τη θυμάται.
~*~


Καθώς κοιμάσαι
τα φύκια του ύπνου
προβαίνουν απ’τα βλέφαρά σου.
~*~


Είσαι ακοίμητη θάλασσα
Στην υδρόγειο χούφτα μου.


Ανασαίνεις και με πλημμυρίζεις.
~*~


Κι αν κουραστούν απ’ το τοπίο
κι αν κουραστούν από την κάμαρα
πώς ν’αποδράσουν τα παράθυρα.
~*~


Θα ‘χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί
κι έμεινε αυτό το ράγισμα στα μάτια.
~*~


Κάποτε πέφτει η ψυχή
Εκεί που το κορμί σκοντάφτει.
Πέφτει σαν αρμαθιά κλειδιά
μένεις απ’ έξω.
~*~


Χρόνια που πέσαν πάνω μας σαν προβολείς.
Μας ντουφεκίζουν έναν έναν
σαστισμένους λαγούς.
~*~


ΑΝΤΙΤΙΜΟ

Μόνο το φίδι ξέρει τι θα πει
ν’ αλλάζεις το πετσί σου.
Γι΄αυτό του περισσεύει το φαρμάκι.
~*~


Ψηλή γυναίκα
μού ρίχνεις τον ίσκιο σου
και σουρουπώνω.


Πηγάδι γίνομαι βαθύ
και με πονάνε τ’ άστρα.



ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ

«Έτσι ήταν η Ελλάδα /ένας δίσκος με αντίδωρα/ ποτέ κανείς δεν τη χόρτασε». Αυτά τα αντίδωρα πλάθονται μέσα σε θαλασσινό νερό. Αλμυρά προς αφύπνιση και δίψα. Άνθρωποι πάνω τους αντί για θεία κοινωνία: ζύμη για ξηρά και νερό για θάλασσα. Έτσι κάποτε κάποιος γλύπτης δημιούργησε την Ελλάδα. "Τα νησιά χρειάζονται ιδιαίτερη φροντίδα". Μικρά σχήματα δουλεμένα με μαστοριά. Κι αν χάσεις το δρόμο σου, μπορείς να τα ακολουθήσεις και να φτάσεις στον προορισμό σου. Φτάνει να μην έχουν περάσει από εκεί τα γνωστά πουλιά των παραμυθιών.

«Κι αν κουραστούν από το τοπίο/ κι αν κουραστούν από την κάμαρα/ πώς να αποδράσουν τα παράθυρα». Τα παράθυρα είναι ταλαντούχοι φωτογράφοι. Ούτε μία χαμένη λήψη κατεγεγραμμένη στο βιογραφικό τους. Εικοσιτετράωρα ωράρια δίχως διαλείμματα. Καταδικασμένα να απαθανατίζουν ηλιόλουστες μέρες και σιωπηλές νύχτες. Αυτόπτες μάρτυρες των ανθρώπινων αποφάσεων.

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Μικρές ιστορίες για τον Παπαδιαμάντη


Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν κλειστὸς τύπος. Μιὰ φορὰ ὅμως πῆρε τὸ θάρρος καὶ ἀπήγγειλε στὸν Μητσάκη ἕνα ἐρωτικό του ποίημα. Ἐκεῖνος θέλοντας νὰ τὸν πειράξει:
-Ὥστε ἔτσι, κύριε Ἀλέξανδρε! Ἔχουμε ἔρωτες καὶ τοὺς τραγουδοῦμε τόσο ὄμορφα!
-Ἐγὼ δὲν ἔχω ἔρωτες, ἀποκρίθηκε ὁ Παπαδιαμάντης, χαμηλώνοντας τὰ μάτια. Ὁ ἥρωάς μου ἔχει!

Στὶς ἐφημερίδες δούλευε κυρίως ὡς μεταφραστής. Πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ δουλειὰ εἶχε ἕνα καταχθόνιο μυστικό: Ἔκανε  ἀκατανόητα στὴ μετάφραση τὰ βλάσφημα κηρύγματα τῶν σοφῶν!
«Καταχθόνιο μυστικὸ ἑνὸς χριστιανοῦ καὶ ἁμαρτία ἑνὸς ἁγίου», σημείωσε ὁ Παῦλος Νιρβάνας.

Ὅταν πρωτοπῆγε νὰ δουλέψει στὸ «Ἄστυ», ὁ Κακλαμάνος μὲ κάποια δειλία καὶ ἐπιφύλαξη τοῦ μίλησε καὶ γιὰ τὴν ἀμοιβή:
- Ὁ μισθός σας θὰ εἶναι 150 δραχμές, εἶπε.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔμεινε σκεπτικός, σὰ νὰ λογάριαζε κάτι.
- Μήπως εἶναι λίγα; ρώτησε δειλὰ ὁ Κακλαμάνος, ἕτοιμος νὰ αὐξήσει τὸ ποσό.
- Πολλὲς εἶναι 150! ἀποκρίθηκε ὁ «κοσμοκαλόγερος». Μὲ φθάνουν 100.
Κι ἔφυγε βιαστικὸς καὶ ντροπαλὸς χωρὶς νὰ προσθέσει λέξη.

ΠΗΓΗ: Ποίηση και λογοτεχνία

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ...

Είναι που μάθαμε να κοιτάμε προς τα κάτω τα τελευταία χρόνια, στην αρχή με κάποια έκπληξη και αποστροφή, αργότερα με αργή 
συνειδητοποίηση, τώρα τελευταία με βλέμμα βαθύτερης επίγνωσης της ολοένα συνεχιζόμενης εξαθλίωσης.
Η κάθοδος μόνο προς τα κάτω οδηγεί, το δε γίνεται πιο κάτω από δω, ανατρέπεται, και βέβαια γίνεται -το χωνεύουμε πια- και συμφωνούμε... κατηφορίζοντας.
Είναι που καμιά δεκαπενταριά μέρες τώρα διαβάζοντας την επικαιρότητα σε διάφορες ειδησεογραφικές σελίδες στο διαδίκτυο η απόγνωση και οι αυτοκτονίες  έχουν χτυπήσει κόκκινο κι όχι μόνο λόγω οικονομικής δυσπραγίας.
''Ευτυχώς'',  αυτό που υπολείπεται, εκτός των πολιτικών γεγονότων, είναι ροζ ημίγυμνες ή ολόγυμνες ιστορίες προς τέρψη και αγαλλίαση της κενότητας των οφθαλμών και της ψυχής (Κάπως πρέπει να παρηγορηθούμε!)

Είναι που σήμερα η πρώτη σελίδα της Google έχει γεμίσει ζωγραφιές από χαρούμενα προσωπάκια παιδιών μια και η 20η Νοεμβρίου καθιερώθηκε ως παγκόσμια ημέρα για τα δικαιώματα του παιδιού.
Όχι για όλα. Εξαιρούνται αυτά:

[…]Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, περισσότερα από 85 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας 5 έως 17 ετών εργάζονται σε όλο τον κόσμο ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της UNESCO, η πραγματικότητα της παιδικής εργασίας στην Ευρώπη είναι ζοφερή.
Στη Γεωργία εργάζεται το 29% των παιδιών ηλικίας 7 - 14 ετών και το αντίστοιχο ποσοστό στην Αλβανία είναι 19%.
Στη Ρωσία, σύμφωνα με κυβερνητικές εκτιμήσεις, εργάζονται γύρω στο ένα εκατομμύριο παιδιά.
Στην Ιταλία, μια μελέτη τον Ιούνη του 2013, ανέφερε ότι εργάζεται το 5,2% των παιδιών κάτω των 16 ετών.
Στη Βουλγαρία ανήλικα παιδιά εργάζονται μέχρι και 10 ώρες στις καπνοβιομηχανίες και στη Μολδαβία οι διευθυντές των σχολείων, των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και των γεωργικών συνεταιρισμών έχουν υπογράψει συμβάσεις που επιβάλλουν στους σπουδαστές να βοηθούν στη συγκομιδή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Νιλς Μούιζνιεκς, δήλωσε πριν μερικές εβδομάδες ότι υπάρχει κίνδυνος ραγδαίας αύξησης της παιδικής εργασίας σε χώρες που μαστίζονται από την οικονομική κρίση, όπως η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ιταλία και η Πορτογαλία.]
(Εφημερίδα Το Βήμα 17-10-2013)


Είναι που εν μέσω κυκλώνα  βρίσκεται ακόμα μια φορά η παιδεία ενώ περιμένουμε τον αυθεντικό, με το λαμπερό όνομα Κλεοπάτρα να καταφτάσει για να μας βρέξει με αίγλη βασιλική.
Είναι που μου ’ρχεται στο μυαλό εκείνο το άθλιο εθνικιστικό εμβατήριο, Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει και μου ’ρχεται κλαυσίγελως…
Δεν πεθαίνει;…
Και η ζωή συνεχίζεται. Συνεχίζεται..;

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Νίκος Κυριακίδης, Ζητούνται νεκροί, ο ευρών αμοιφθήσεται

Τιμούμε ή πράττουμε;

Η μοναδική τιμή για το Νοέμβρη του ’73, είναι να θυμηθούμε πόσο πολύ πριν το αυθόρμητο ξέσπασμά του ήταν αδύναμος και αναιμικός, ο πραγματικός "αντιδικτατορικός αγώνας". Πόσο ελάχιστοι και ανεπαρκείς είμαστε και σήμερα, για μιαν ακόμη φορά.
Αγοραφοβία μέσα στην εξαθλίωση, απόγνωση μέσα στον καθημερινό εξευτελισμό.
Συνηθίζουμε όλο και πιο πολύ, το κελί μας.
Άχρηστα είναι τ’ αυτομαστιγώματα, οι επετειακές αναμνήσεις κάποιου παρελθόντος, δίχως απαίτηση του καθενός από τον εαυτό του και τους συντρόφους του, να αλλάξουμε τα πάντα.
Το αύριο θα έρθει… ας πνίξουμε την αφωνία της πράξης μας. Δε θα προλάβουμε "εμείς" οι ίδιοι κάτι; Μα "η ζωή είναι μακριά, πολύ"…μακριά από την όποια επανάληψη, την όποια μεταφυσική προσμονή, μεγάλης – ατέλειωτης βίωσης η ίδια, πριν από μας και πολύ μετά από μας.
Η σαχλή μας τωρινή ποίηση, αμήχανη, εξυπνακίστικη, δήθεν πιασιάρικη και λαϊκίστικη αλλά βέβαια χωρίς ακροατήριο, ας μιλήσει -με όποιους θα το μπορέσουν- με το μόνο που μπορεί ακόμη να κάνει, ως φαίνεται. Με την αλήθεια της και την αναφορά της, Στον "άλλον". (ένα μικρό μη επετειακό ποιηματάκι. Τα πιο σημαντικά θα τα γράψουν, ήδη τα γράφουν, άλλοι… πιο νέοι, λιγότερο φθαρμένοι, πιο τσαμπουκαλεμένοι, όπως και τότε)

«Ζητούνται νεκροί, ο ευρών αμοιφθήσεται»

Πήρατε τα σημερινά σας αντικαταθλιπτικά;
Αγαπήσατε εθιμοτυπικά και σήμερα τα ταίρια σας;
Μήπως και θυμηθήκατε την πρώτη σας ανατριχίλα από φόβο;
Σκουπίσατε καλά τα αίματα κάτω απ' το κρεβάτι;
Τρώτε ακόμη τα χέρια σας σε άτοκες δόσεις;
Παίρνετε κάτι απ' τη σύνταξη της μάνας σας;
Αποφεύγετε τους καθρέπτες;
Τσαλακώσατε πρόσφατα τη μύτη σας να μυρίσετε τη μυρωδιά της;
Πλυθήκατε μετά μια-δυο άντε τρείς μέρες, έτσι δεν είναι;
Πέρασαν οι νεκροί σας στο όνειρο χωρίς να μιλήσουν, μόνο χαμογελώντας;
Μάθατε τεχνικές να κάνετε γλυκά, κρεατικά, σεξ όπως ποτέ άλλοτε;
Κλαίτε συχνά, αλλά μονάχα τον εαυτό σας, έτσι δεν είναι;
Σας ηρεμούν οι λάμπες το βράδυ, ναι;
Ζητούνται ζωντανοί, θα προτιμηθούν νέοι κατά προτίμηση καυγατζήδες.

Πηγή:  to koskino

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ - Ένα πεζό κείμενο του Κώστα Καρυωτάκη

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αλεξανδρινή Τέχνη", Γ' , 8-9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1929. Το χειρόγραφο σώζεται σήμερα στο αρχείο του Γ. Θ. Καρυωτάκη. Είναι καθαρογραμμένο με μελάνι από τη μια όψη ενός φύλλου 31Χ21 εκ.

Θα καλλιεργήσω το ωραιότερο άνθος. Στις καρδιές των ανθρώπων θα φυτέψω την Αχαριστία. Ευνοϊκοί είναι οι καιροί, κατάλληλος ο τόπος. Ο άνεμος τσακίζει τα δέντρα. Στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονται φίδια. Οι εγκέφαλοι, εργαστήρια κιβδηλοποιών. Τερατώδη νήπια τα έργα, υπάρχουν στις γυάλες. Και μέσα σε δάσος από μάσκες, ζήτησε να ζήσεις. Εγώ θα καλλιεργήσω την Αχαριστία.

Όταν έρθει η τελευταία άνοιξις, ο κήπος μου θα 'ναι γεμάτος από θεσπέσια δείγματα του είδους. Τα σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θα περπατώ στους καμπυλωτούς δρόμους, μετρώντας αυτά τα λουλούδια. Πλησιάζοντας με κλειστά μάτια τη βελούδινη, σκοτεινή στεφάνη τους, θα νιώθω στο απρόσωπο τους αιχμηρούς των στημόνες και θ' αναπνέω το άρωμά τους.
Οι ώρες θα περνούν, θα γυρίζουν τ' άστρα, και οι αύρες θα πνέουν, αλλά εγώ, γέρνοντας ολοένα περσότερο, θα θυμάμαι....

Θα θυμάμαι τις σφιγμένες γροθιές, τα παραπλανητικά χαμόγελα και την προδοτική αδιαφορία.
θα μένω ακίνητος ημέρες και χρόνια, χωρίς να σκέπτομαι, χωρίς να βλέπω, χωρίς να εκφράζω τίποτε άλλο. Θα είμαι ολόκληρος μια πικρή ανάμνησις, ένα άγαλμα που γύρω του θα μεγαλώνουν τροπικά φυτά, θα πυκνώνουν, θα μπερδεύονται μεταξύ τους, θα κερδίζουν τη γη και τον αέρα. Σιγά σιγά οι κλώνοι τους θα περισφίγγουν το λαιμό μου, θα πλέκονται στα μαλλιά μου, θα με τυλίγουν με ανθρώπινη περίσκεψη.
Κάτου από τη σταθερή τους ώθηση, θα βυθίζομαι στο χώμα.
Και ο κήπος μου θα είναι ο κήπος της Αχαριστίας.

ΠΗΓΗ: Ποίηση και Λογοτεχνία

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

ΛΕΞΕΙΣ

Είναι δύσκολη και βασανιστική κυρίως η αφετηρία. Η πρώτη λέξη. Τολμάς όμως γύρω  απ’ αυτήν να στήνεις τα διάσπαρτα κομμάτια του είναι σου.
Ύστερα η διαδικασία εξακολουθεί να είναι επίπονη αλλά όχι τόσο όσο στην αρχή. Κάπου θα σε οδηγήσει εκείνη κι όχι εσύ αυτήν.
 Είναι μια μάχη άνευ σημασίας αποτελέσματος. Νίκη ή ήττα δεν υπάρχει όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τη λευκότητα ενός φύλλου χαρτιού ή με τη σελίδα του word στην οθόνη του υπολογιστή. Εκτός κι αν βιοπορίζεσαι απ' αυτό. Αλλά εκεί είναι αλλιώς οι όροι του παιχνιδιού.
Για τους υπόλοιπους, μη επίδοξους συγγραφείς αλλά γράφοντες είναι ένας τρόπος ανάγνωσης των συμβάντων του έξω κόσμου, των τραυμάτων ή των θαυμάτων του έσω –δικού τους κόσμου, η προσωπική αποκωδικοποίηση του νοήματος ορατών τε και αοράτων.
Το κρυμμένο ερωτηματικό της πρώτης λέξης οικοδομεί μια σειρά από σκέψεις, στην προκειμένη -δική μου- περίπτωση άναρχες. Είναι ένας τρόπος απόδρασης, μια οδός αποσυμφόρησης από την πίεση. Ούτως ή άλλως άναρχη είναι και η ζωή. Άναρχη και απρόβλεπτη γι’ αυτό δε θέλουμε να τη χάσουμε. Ακόμα κι αν στις μέρες μας τείνει διαρκώς προς την αισχρότητα και την ευτέλεια.
«Ό,τι γράφουμε συμβαίνει, αλλά τίποτε δε συμβαίνει όπως το γράφουμε», λέει ο Γκαίτε. Τότε γιατί το γράφουμε;
Γιατί είναι ένας τρόπος οι λέξεις, για κάποιους ο μοναδικός που υπάρχει.
Συναντάς αλλιώς τον εαυτό σου. Συναντάς αλλιώς και τους άλλους.
Και πρέπει να ξαναβρεθεί ή να ξαναεφευρεθεί αυτός ο δρόμος για να ενώσει πάλι το κομμένο νήμα της ιστορίας του ανθρώπου και της συνέχειας του πολιτισμού.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

“Ο κόσμος όπως τον βλέπω εγώ” – Αϊνστάιν, 1931

“Σε τι παράξενη κατάσταση βρισκόμαστε εμείς οι θνητοί! Καθένας από εμάς βρίσκεται εδώ για μια σύντομη επίσκεψη δεν γνωρίζει για ποιο σκοπό, αν και μερικές φορές νομίζει ότι τον αισθάνεται. Αλλά από την οπτική γωνία της καθημερινής ζωής, χωρίς να εμβαθύνουμε, υπάρχουμε για τον συνάνθρωπο μας – καταρχάς για αυτούς στων οποίων τα χαμόγελα και την ευημερία στηρίζεται όλη η ευτυχία μας και αμέσως μετά για όλους αυτούς που δεν γνωρίζουμε προσωπικά και με την μοίρα των οποίων είμαστε ενωμένοι με τον δεσμό της συμπόνοιας.

Εκατό φορές κάθε μέρα, θυμίζω στον εαυτό μου ότι η εσωτερική και εξωτερική ζωή μου εξαρτάται από την εργασία των άλλων ανθρώπων, ζωντανών και νεκρών, και ότι πρέπει να υπερβάλω εαυτόν για να μπορέσω να δώσω στο ίδιο μέτρο με το οποίο έχω λάβει και συνεχίζω να λαμβάνω. Με ελκύει η απλή ζωή και συχνά καταπιέζομαι από το αίσθημα ότι απορροφώ μια μη αναγκαία ποσότητα από την εργασία των συνανθρώπων μου. Θεωρώ τις ταξικές διαφορές αντίθετες προς την δικαιοσύνη και, σε τελική ανάλυση, βασισμένες στον εξαναγκασμό. Θεωρώ επίσης ότι η απέριττη ζωή κάνει καλό σε όλους, φυσικά και πνευματικά...

Σίγουρα δεν πιστεύω στην ανθρώπινη ελευθερία με την φιλοσοφική έννοια. Όλοι δρουν όχι μόνο υπό την επιρροή ενός εξωτερικού καταναγκασμού αλλά επίσης σύμφωνα και με μια εσωτερική ανάγκη. Η ρήση του Σοπενχάουερ, ότι “ο άνθρωπος μπορεί να δρα όπως αυτός θέλει, αλλά όχι να θέλει όπως αυτός θέλει” αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για εμένα από την νεότητα μου και μια συνεχή παρηγοριά και μια αμείωτη πηγή υπομονής στις δυσκολίες της ζωής, της δικιάς μου και των άλλων. Αυτό το συναίσθημα φιλεύσπλαχνα μετριάζει την αίσθηση υπευθυνότητας που τόσο εύκολα μπορεί να σε παραλύσει, και μας εμποδίζει στο να πάρουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους ανθρώπους πολύ σοβαρά· συντελεί σε μια άποψη της ζωής στην οποία το χιούμορ, προπαντός, έχει την θέση που του αρμόζει.

Το να αναρωτιέσαι το νόημα ή το αντικείμενο της ύπαρξής σου ή της δημιουργίας γενικά μου έμοιαζε πάντα παράλογο από αντικειμενικής απόψεως. Και όμως ο καθένας έχει συγκεκριμένα ιδανικά που καθορίζουν την κατεύθυνση των προσπαθειών του και των κρίσεων του. Υπό αυτήν την έννοια ποτέ δεν κοίταξα την ευκολία και την ευτυχία σαν αυτοσκοπούς – μια τέτοια ηθική βάση βρίσκω ως πιο αρμόζουσα για ένα κοπάδι γουρούνια. Τα ιδανικά που φώτισαν τον δρόμο μου και κατ’ επανάληψη μου έδωσαν κουράγιο να αντιμετωπίζω την ζωή πρόσχαρα, ήταν η Αλήθεια, η Καλοσύνη και η Ομορφιά. Χωρίς την αίσθηση συντροφικότητας με ανθρώπους του ιδίου πνεύματος, της ενασχόλησης με τον στόχο, τον αιώνια ανέφικτο στον τομέα της τέχνης και της επιστημονικής έρευνας, η ζωή θα μου φαινόταν κενή. Τα συνηθισμένα αντικείμενα της ανθρώπινης προσπάθειας – ιδιοκτησία, εξωτερική επιτυχία, πολυτέλεια – μου φαινόντουσαν πάντα άξια περιφρονήσεως.

Η παθιασμένη αίσθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και υπευθυνότητας πάντα αντιπαραβαλλόταν παράξενα με την σαφή μου ελευθερία από την ανάγκη για απευθείας επαφή με άλλα ανθρώπινα όντα και κοινότητες. Βαδίζω το δικό μου δρόμο και ποτέ δεν άνηκα στη χώρα μου, το σπίτι μου, τους φίλους μου ή ακόμα και στην οικογένεια μου, με όλη μου την καρδιά· αντιμέτωπος με όλους αυτούς τους δεσμούς ποτέ δεν έχασα το επίμονο αίσθημα της απόσπασης, της ανάγκης για μοναξιά – ένα αίσθημα που αυξάνεται με τα χρόνια. Οι άνθρωποι αποκτούν απότομα συνείδηση, χωρίς να το μετανιώσουν, των ορίων της πιθανότητας για αμοιβαία κατανόηση και συμπόνοια με τους συνανθρώπους τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος χωρίς αμφιβολία χάνει ένα μέρος της εγκαρδιότητας και της αθωότητας· από την άλλη, είναι κατά πολύ περισσότερο ανεξάρτητος από απόψεις, συνήθειες και κρίσεις των συνανθρώπων του και αποφεύγει τον πειρασμό να βασιστεί σε τέτοια ανασφαλή θεμέλια.

Το πολιτικό ιδεώδες μου είναι αυτό της δημοκρατίας. Ας είναι ο κάθε άνθρωπος σεβαστός σαν άτομο και κανένας να μην γίνεται είδωλο. Είναι μια ειρωνεία της μοίρας ότι εγώ ο ίδιος έχω γίνει αποδέκτης υπερβολικού θαυμασμού και σεβασμού από τους συνανθρώπους μου χωρίς εγώ ούτε να ευθύνομαι και ούτε να το αξίζω. Η αιτία για αυτό ίσως να είναι η επιθυμία, ανέφικτη για τους πολλούς, να κατανοήσουν την μία ή δύο ιδέες τις οποίες έχω με τις ασθενικές δυνάμεις μου επιτύχει μέσω ακατάπαυστου αγώνα. Γνωρίζω πολύ καλά ότι είναι απαραίτητο για την επιτυχία κάθε σύνθετου εγχειρήματος, ότι ένας άνθρωπος θα πρέπει να κάνει την σκέψη και να κατευθύνει και γενικά να φέρει την ευθύνη. Αλλά αυτοί που καθοδηγούνται δεν πρέπει να αναγκάζονται, θα πρέπει να μπορούν να διαλέγουν τον αρχηγό τους. Ένα αυταρχικό σύστημα καταναγκασμού, κατά την άποψη μου, σύντομα αποσυντίθεται. Γιατί η δύναμη πάντα έλκει ανθρώπους χαμηλής ηθικής, και πιστεύω ότι είναι ένας αμετάβλητος κανόνας ότι τους ιδιοφυείς τυράννους, τους διαδέχονται αχρείοι. Γι’ αυτό το λόγο πάντα εναντιώθηκα σε συστήματα όπως αυτά που βλέπουμε στην Ιταλία και την Ρωσία σήμερα. Αυτό το οποίο έχει επιφέρει δυσφήμιση στην επικρατούσα σημερινή μορφή δημοκρατίας της Ευρώπης δεν μπορεί να αποδοθεί στην ιδέα της δημοκρατίας, αλλά στην έλλειψη σταθερότητας των αρχηγών των κυβερνήσεων και στον απρόσωπο χαρακτήρα του εκλογικού συστήματος. Πιστεύω ότι από αυτήν την άποψη οι ΗΠΑ έχουν οργανωθεί καλύτερα. Έχουν ένα υπεύθυνο Πρόεδρο που εκλέγεται για μια επαρκή περίοδο και έχει επαρκή αρμοδιότητα για να είναι υπεύθυνος στις πράξεις του. Από την άλλη, αυτό που εκτιμώ στο δικό μας πολιτικό σύστημα είναι η πιο εκτεταμένη πρόνοια που υπάρχει για το άτομο σε περίπτωση ασθένειας ή ανάγκης. Αυτό που πραγματικά αξίζει στην παρέλαση της ανθρώπινης ζωής μου φαίνεται ότι δεν είναι η Πολιτεία αλλά το δημιουργικό, ευαίσθητο άτομο, η ατομικότητα· αυτή μόνη της δημιουργεί το ευγενές και το μεγαλειώδες, ενώ το κοπάδι σαν τέτοιο παραμένει αμβλύ στη σκέψη και αμβλύ στο συναίσθημα.

Αυτό το θέμα με φέρνει στο χειρότερο γνώρισμα της φύσης του κοπαδιού, το στρατιωτικό σύστημα, το οποίο απεχθάνομαι. Το ότι ένας άνθρωπος μπορεί να αντλήσει ευχαρίστηση στο να παρελαύνει σε σχηματισμό στον τόνο μιας μπάντας είναι αρκετό για να με κάνει να τον περιφρονήσω. Ο μεγάλος εγκέφαλος του, του δόθηκε από λάθος· μια σπονδυλική στήλη ήταν όλο κι όλο ότι χρειαζόταν. Αυτό το σημάδι πανώλης του πολιτισμού θα έπρεπε να καταργηθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ηρωισμός από διαταγή, παράλογη βία, και όλες οι δηλητηριώδεις ανοησίες που κάνει στο όνομα του πατριωτισμού – πόσο τα μισώ όλα αυτά! Ο πόλεμος μου φαίνεται ένα πρόστυχο και ποταπό πράγμα: Καλύτερα να με κόβανε κομμάτια από το να πάρω μέρος σε τέτοιο αποτροπιασμό. Και όμως, παρ’ όλα αυτά, τόσο υψηλή είναι η άποψη μου για την ανθρώπινη φυλή που πιστεύω ότι αυτή η λάμια θα είχε από καιρό εξαφανιστεί, αν ο υγιής νους των εθνών δεν είχε συστηματικά διαφθαρεί από τα εμπορικά και πολιτικά συμφέροντα που ενεργοποιούνται μέσω των σχολείων και του Τύπου.

Το ωραιότερο πράγμα που μπορούμε να έχουμε την εμπειρία του είναι το μυστηριώδες. Είναι το θεμελιώδες συναίσθημα το οποίο βρίσκεται στο λίκνο της αληθινής τέχνης και της αληθινής επιστήμης. Αυτός που το γνωρίζει και δεν μπορεί πια να το θαυμάσει, να αισθανθεί έκπληξη, είναι σαν νεκρός, ένα σβησμένο κερί. Η εμπειρία του μυστηρίου – ακόμα κι αν ήταν αναμεμειγμένη με φόβο – ήταν αυτή που προκάλεσε την θρησκεία. Η γνώση της ύπαρξης πραγμάτων στα οποία δεν μπορούμε να διεισδύσουμε, των εκδηλώσεων της βαθύτερης λογικής και της πιο αστραποβολούσας ομορφιάς, τα οποία είναι προσβάσιμα στη λογική μας στις πιο βασικές τους μορφές – είναι αυτή η γνώση και αυτό το συναίσθημα που συνιστούν την πραγματικά θρησκευτική συμπεριφορά· υπό αυτήν την έννοια και μόνο υπό αυτήν, είμαι ένας βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος. Δεν μπορώ να συλλάβω ένα Θεό που ανταμείβει και τιμωρεί τα δημιουργήματα του, ή έχει θέληση του ίδιου είδους μ’ αυτή που εμείς αντιλαμβανόμαστε στους εαυτούς μας. Ένας άνθρωπος που μπορεί να επιζήσει του φυσικού θανάτου του είναι επίσης πέρα από την κατανόηση μου, ούτε θα επιθυμούσα να ήταν αλλιώς· τέτοιες ιδέες είναι για τους φόβους ενός παράλογου εγωισμού αδύναμων ψυχών. Είναι αρκετό για εμένα το μυστήριο της αιωνιότητας της ζωής, και ο υπαινιγμός της θαυμαστής δομής της πραγματικότητας, μαζί με την ειλικρινή προσπάθεια να κατανοήσω ένα μέρος, που δεν μπορεί ποτέ να είναι τόσο μικρό, του λόγου που αποκαλύπτει τον εαυτό του στη φύση.”

από τον 13ο τόμο της σειράς Living Philosophies (New York 1931) , σελ 3-7

ΠΗΓΗ: “Ο κόσμος όπως τον βλέπω εγώ” – Αϊνστάιν, 1931 - RAMNOUSIA

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

ATITΛΟ

To αλλόκοτο υποθάλπεται στις πιο συνηθισμένες μέρες. Ο παραλογισμός ελλοχεύει εκεί που άνθρωποι και πράγματα βρίσκονται υπό αυστηρή καθοδήγηση ή υπό πλήρη αναρχία.
Ο  ύποπτα αναιμικός καιρός των προηγούμενων ημερών -που σήμερα μετατράπηκε σε καταιγίδα- συνάμα με τη γνωστή  περίπου ειδησεογραφία -αλλάζουν οι ηθοποιοί αλλά το έργο παραμένει με επουσιώδεις αλλαγές το ίδιο- στεριώνοντας το ένα πόδι στο προσυμφωνημένο, στην ασφαλή αγκαλιά του κοινότοπου και το άλλο στον αέρα, κάποιοι φιλοσοφούν το επόμενο βήμα:
Μπρος ή πίσω ή σταθερά εδώ; Το πρώτο υποδηλώνει ρίσκο, το δεύτερο οπισθοχώρηση, άκρως  επικίνδυνη αλλά  απαραίτητη όταν πρόκειται για ανασύνταξη, το τρίτο είναι αυτό που γενικά μας συμβαίνει. Λέω λοιπόν ότι με το βλέμμα όχι ψηλά αλλά ευθύγραμμα, κερδίζεις τουλάχιστον μια στοιχειώδη ισορροπία. Όσο για τα περασμένα μεγαλεία ανήκουν σε παρελθόντα χρόνο κι αν  τα νοσταλγήσεις πέραν του δέοντος ή του επιτρέποντος θα την πατήσεις σαν τη γυναίκα του Λωτ, η οποία εδέησε να γίνει στήλη άλατος αλλά κέρδισε ερήμην της την υστεροφημία.
Και τι μ’ αυτό;
Παραμύθια της Βίβλου, χρήσιμα μέχρι να μεγαλώσουμε και να ενηλικιωθούμε πριν αποφασίσουμε να πιστέψουμε σε άλλα χειρότερα γιατί σ’ αυτά οι γραφές είναι δικές μας κι ότι γράφει δεν ξεγράφει, αυτό το αναθεματισμένο  scripta manent είναι πέρα για πέρα αληθινό αλλά μπορείς να το αποκηρύξεις, αποκηρύσσοντας πρώτα τον εαυτό σου και επιλέγοντας μια από τις τόσες άλλες λευκές σελίδες εκτός κι αν περιμένεις το σύμπαν να συνωμοτήσει, πράγμα μάλλον απίθανο.
Στην ουσία όσες περισσότερες οι καταφάσεις πάνω στις οποίες δρομολογήσαμε την πορεία μας τόσο μεγαλύτερο το ερωτηματικό του νοήματος. Κατά συνέπεια η άρνηση έπεται και το οικείο προλειαίνει το έδαφος για το ανοίκειο.
Και το  τίμημα του ανοίκειου μια δεδομένη στιγμή πληρώνεται απ’ όλους, πιο ακριβά από εκείνους που νομίζουν ότι η είσοδος στην παράσταση της ζωής είναι ελεύθερη. Αλλά μήπως ήταν κάποτε;

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΛΕΙΤΟΥ ΚΥΡΟΥ

Προσωπείο

Δεν έδειχνε σε κανέναν το τραύμα του                     

Αναπηρία προχωρημένου βαθμού
Κι ωστόσο υπεράνω πάσης υποψίας
Τις νύχτες άνοιγε μυστικά συρτάρια
Άπλωνε μέλη τεχνητά στον καθρέφτη
Συναρμολογούσε ηλικίες χαμόγελα                                          
Το πρωί αναστέναζε νικημένος
Αποσυρόταν
Κάποτε θ' ανακάλυπταν ήταν επόμενο την αδυναμία του
Ασυμβίβαστη άλλωστε προς το επάγγελμά του
Ήταν εκτιμητής του χρόνου



Ψιλή κυριότης

ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ συμφύρεται με αριθμούς
Με υπεξαιρέσεις φωτός
Με τροχοφόρα με κρότους
Με ανθρώπους που φράζουν αποπνικτικά
Το χώρο του γραφείου


Τη νύχτα κλειδώνεται μες στο δωμάτιο
Φορεί τις λεπτές στιλπνές φτερούγες
Κι ανασηκώνει μεγάλες πέτρες τ' ουρανού

Ερευνά

Δεν ξέρει πως τα τυχόν ευρήματα

Θ' ανήκουν στην κυριότητα του Χρόνου.

Εν όλω Συγκομιδή (1943 - 1997), εκδ. Άγρα και από το ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ της "ΑΥΓΗΣ", 3/8/2012 με ανθολόγο του Αυγούστου τον Κωστή Θεοδωρόπουλο.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1988: ΜΝΗΜΗ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ

Μας έδειξες πώς γινότανε η πόλη
που μέσα της αλλάζουμε κι εμείς
μας έδειξες πράγματα που τρομάζαμε
να παραδεχτούμε για οριστικά –
τους δρόμους μετά τη συντριβή της επανάστασης
τις πυρκαγιές που είχανε σβήσει στον γυρισμό
τη στάχτη, την γκρίζα σιγανή βροχή
τους παρατημένους έρωτες, τ’ αδέσποτα σκυλιά                    
στις άλλοτε γειτονιές μας, τους πεθαμένους
που μας επισκέπτονται τακτικά
στα καινούργια σπίτια μας.
Ήθελα να σου τα πω όλα αυτά
όχι πως δεν τά ’ξερες, αλλά το ανέβαλλα.
Με κάτι άλλο ήμαστε διαρκώς
Και οι δυο μας απασχολημένοι.


ΠΗΓΗ: αλωνάκι της ποίησης

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

EN OΨΕΙ ΤΩΝ ΠΑΡΕΛΑΣΕΩΝ

Άντε πάλι. Κάθε χρόνο να καταπίνουμε αμάσητο τον ίδιο ξαναζεσταμένο αναχρονισμό.
''Το δημόσια εκτεθειμένο ψέμα'', όπως κάπου διάβασα ότι είπε ο Ουμπέρτο Έκο. Μαθητικές και στρατιωτικές παρελάσεις που αναδεικνύουν ένα θεσμό μιλιταριστικής προέλευσης από μια μακραίωνη περίοδο πολεμοχαρούς παρελθόντος, όταν οι κατά καιρούς -ισμοί αιματοκύλησαν τον κόσμο.
Ειδικά στη χώρα μας είναι γνωστό και στον πλέον ανιστόρητο ότι αυτό το πανηγυράκι καθιερώθηκε την εποχή του δικτατορικού καθεστώτος του Μεταξά προς δόξα και τιμή της προπαγάνδας του εθνικισμού και του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους.
Στην ουσία η παράταξη και ο βηματισμός κατά στοίχους πρεσβεύει την πειθαρχία, την τυφλή υποταγή και εν τέλει την κοπαδοποίηση, καλλιεργώντας και επιβάλλοντας την πίστη μιας ολιγομελούς ή πολυπληθούς ομάδας -δεν έχει σημασία το μέγεθος αλλά το δόγμα- ότι η δική της ιδεολογία είναι σπουδαιότερη έναντι των άλλων, οπότε δεν είναι άξιο απορίας γιατί στο όνομα αυτής της ιδεολογίας ανοίγει ο δρόμος για το φανατισμό και την ευλογία των εγκλημάτων.
Όλη η ιστορία του 20ου αιώνα είναι γεμάτη από μίσος, βία και σφαγές στο όνομα πάντα ιερών και οσίων, μέσα στο διπολικό πνεύμα εμείς εναντίον των άλλων, της αντίληψης όποιος δεν είναι μαζί μας γίνεται αυτόματα εχθρός μας με συνέπεια τέτοιου είδους ασύνειδη νοοτροπία να διαπερνάει σα σφαίρα τη μια γενιά μετά την άλλη και ο παραλογισμός της υπεροχής να διαιωνίζεται.
Δεν αποτελεί πεποίθηση κανενός ελεύθερου, ειρηνικού και στοχαστικού ατόμου, το οποίο παρατηρεί, ακούει, μελετά και αμφιβάλλει, ψάχνοντας κάτω από το μακιγιάζ της ιστορίας και της ωραιοποιημένης αλήθειας για ηρωισμούς και αυτοθυσίες -όχι πως δεν υπήρξαν, αλλά όχι για να εξυπηρετηθεί η ανωτερότητα οποιασδήποτε φυλής ή έθνους- το γεγονός ότι οι παρελάσεις και τα ταρατατάμ των στρατιωτικών εμβατηρίων προάγουν πολιτισμό και ανθρωπισμό.
Κι ενώ όλες οι άλλες χώρες της Ευρώπης γιορτάζουν το τέλος του Β΄, -ποτέ ξανά ήταν το παγκόσμιο αίσθημα και όραμα του απλού κόσμου- εμείς γιορτάζουμε την αρχή και τη συνέχειά του με φιοριτούρες και επιδείξεις σαν αντί να τον καταδικάζουμε τον εξυμνούμε, βάζοντας μάλιστα παιδιά, που αυτονόητα δεν έχουν εμπεριστατωμένη γνώμη ή άποψη να παρελαύνουν στρατιωτικά.
Όπως στο μακρινό και πρόσφατο παρελθόν οι ιεροεξεταστές, ο κόκκινος στρατός, οι ναζιστές, η κου κλουξ κλαν και δε συμμαζεύεται... 
Δεν είναι παράδοξο όλο αυτό να γίνεται κάθε χρόνο ένα είδος επετειακής πασαρέλας, το μήκος της φούστας των κοριτσιών να κοντεύει να φτάσει στον αφαλό, άλλοι γονείς να καμαρώνουν κι άλλοι να παρακολουθούν με το υπογλώσσιο στα όρια του εγκεφαλικού κι ο χαβαλές να χτυπάει κόκκινο.
Είναι κοινότυπη αλήθεια τελικά ότι η ιστορία δε διδάσκει -το ποια ιστορία βέβαια σηκώνει πολύ νερό- ή ότι εμείς είμαστε πολύ απαίδευτοι μαθητές της.

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

ΑΠΟ ΤΗ "ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ" ΤΟΥ ΤΙΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ


ΕΚΒΟΛΕΣ
Σαν μια πηγή που γυρεύει τη θάλασσα
προσπάθησα να σε φτάσω
και χάθηκα στις εκβολές των ποταμών

                                          Αθήνα, Μάρτης 1959

ΤΟ ΦΤΑΙΞΙΜΟ
Μια βέβαιη λύση
ένας εκβιασμός συγχώρεσης
για το φταίξιμο που δε σώνεται 
το φταίξιμο που θα ξανάρθει.
Κάτω απ' τα σκοτεινά αγκαλιάσματα
η άβυσσος των καθημερινών πραγμάτων

                                           Αθήνα, Μάης 1959

ΤΑΞΙΔΙ
Έσπαγα το κορμί σου
σε κάθε κόμπο κάθε άρθρωση
ρουφώντας από τις ρωγμές χυμό.
Κι εσύ διαρκώς αναδυόσουν πιο ακέρια
με σκέπαζες με την πολύβουη φυλλωσιά σου
την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής σου νύχτας 
και με ταξίδευες όλο το δρόμο
από το αγρίμι ως τον άνθρωπο.

                                           Αθήνα, Αύγουστος 1959

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ
Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα
ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε πάγο
ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε θάνατο.

                                            Παρίσι, Γενάρης 1960

ΜΝΗΜΗ
Σε μιαν απέραντη πολιτεία σε ήβρα
σε μιαν απέραντη πολιτεία σ' έχασα.
Άν άλλαζε η μνήμη σε γυαλί μπορεί και να 'βλεπα
πιο καθαρά, λίγο πριν σβήσει, την εικόνα σου.

                                            Παρίσι, Μάρτης 1960

ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΡΕΝΟ
Κι έπειτα τα χρόνια θα περάσουν
όγκοι βουνών και πέτρας θα παρεμβληθούν
θα ξεχαστούνε όλα
όπως ξεχνιέται το καθημερινό φαΐ
που μας κρατάει ορθούς.
Όλα, έξω από κείνη τη στιγμή 
που μέσα στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου
κρατήθηκες στο μπράτσο μου.

                                              Παρίσι, Μάης 1960

Η ΑΛΛΗ ΠΟΛΗ
Την άλλη μέρα του όνειρου
βγήκε ένας ήλιος τόσο μαύρος
που κι οι τυφλοί
βλέπαν διπλό σκοτάδι.

                                             Ρώμη, Σεπτέμβρης 1961

VIA DEI CORONARI 123
Άχρηστο μέσα στη μνήμη τ' όνομά σου
χωρίς τους φθόγγους που το ζωντανεύαν
σαν τη χαμένη σύσταση σπιτιού
όπου κανείς δεν ξέρει πως έχω κατοικήσει.

                                              Ρώμη, Σεπτέμβρης 1961

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
Σε γνώρισα ναυαγός σε μια μεγάλη πόλη
που οι άνθρωποι περνούν και χάνονται
με μια βουή ωκεανού.
Κι ήταν σα θαύμα το πώς βγήκαν 
καινούργια λόγια απ' το στεγνό μου στόμα.
Τ' απόθεσα χωρίς καμιάν εγγύηση, παράλογα
σ' ένα μπουκάλι και το 'ριξα στην άσφαλτο.
Ήξερα πως δεν είχα τίποτα να περιμένω
μα δεν βρισκόμουν πια στην πρώτη νιότη μου
κι η σύνεση γινόταν μια πολυτέλεια δυσβάσταχτη.

                                                 Παρίσι, Νοέμβρης 1962

 (Από τις εκδόσεις "Θεμέλιο", Απρίλης 1977)

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

ΨΙΛOΚΟΜΜΕΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ;


Αναρτήθηκε από τον/την sarant στο 17 Οκτωβρίου, 2013

Εδώ και μερικές μέρες, τα τρόλεϊ της Αθήνας κυκλοφορούν έχοντας πάνω τους στίχους του Καβάφη, σαν κι αυτόν που βλέπετε εδώ αριστερά. Αν δεν το βλέπετε καλά, ο στίχος είναι “Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά”, κι αν δεν σας μοιάζει για καβαφικός στίχος δεν είστε μόνος σας -κι εγώ όταν τον διάβασα μου θύμισε τον στίχο του Σουρή: δεν έχω κέφι για δουλειά, πάλι με δέρνει τεμπελιά και κάθομαι στο στρώμα. Κι αν πάλι δεν θυμάστε τον στίχο του Καβάφη, μην αισθανθείτε μειονεκτικά, ούτε εγώ τον θυμόμουν. Άλλωστε, είναι παρμένος από ένα από τα Κρυμμένα ποιήματα του ποιητή, δηλαδή ένα ποίημα, το “Συμεών”, που δεν ανήκει στα 154 “αναγνωρισμένα” ποιήματα του Καβάφη. Δεν βάζω λινκ προς το ποίημα γιατί θα επανέλθω, αλλά προς το παρόν ας πάρουμε μια ανάσα για να πούμε λίγα πράγματα περισσότερα γι’ αυτή την πρωτοβουλία.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Βήματος:
Στίχοι του αλεξανδρινού ποιητή Κ. Π. Καβάφη «ταξιδεύουν» από την περασμένη Δευτέρα σε όλη την Αθήνα με λεωφορεία, τρένα, τραμ και μετρό.
Πρόκειται για μια πρωτοβουλία του Αρχείου Καβάφη, το οποίο έχει περιέλθει στο Ίδρυμα Ωνάση, η οποία προσκαλεί το κοινό μέσα από τη σύγχρονη ματιά του βραβευμένου δημιουργικού γραφείου Beetroot να συνομιλήσει με τον αλεξανδρινό ποιητή.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, έχουν επιλεγεί, ανάμεσα σε άλλους, οι στίχοι:
«Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά»
«Ξένος εγώ ξένος πολύ»
«Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις»
«Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός»
«Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό»
«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή»
Είναι κι άλλοι στίχοι στο πρόγραμμα, κι έναν θα δούμε παρακάτω, αλλά τη γενική εικόνα την πήρατε. Όπως θα προσέξατε ίσως, όλα τα αποσπάσματα έχουν από 4 έως 7 λέξεις! Το ξέρω ότι ζούμε στην εποχή της συντομίας, αλλά και πάλι με τόσες λίγες λέξεις είναι πολύ δύσκολο να εκφραστούν ολοκληρωμένα νοήματα.
Κάτι που χειροτερεύει τα πράγματα, είναι ότι η ποίηση του Καβάφη δεν επιδέχεται τον τεμαχισμό, δεν είναι εύκολο να απομονώσεις μεμονωμένους στίχους της. Δεν είναι Σολωμός ο Καβάφης, που στα σχεδιάσματά του βρίσκει κανείς εξαίσιους μεμονωμένους στίχους που δεν πρόλαβαν να γίνουν ποίημα. Είναι τέτοια η ποιητική του, που το σύνολο είναι πολύ μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών. Σε ένα σχόλιο του ποιητή Κ. Κουτσουρέλη, είδα μια γνώμη του Ελύτη, που δεν την ήξερα, και που μου φαίνεται να έχει βάση, ότι “αποσπασμένοι οι στίχοι του Καβάφη, μοιάζουν κουβέντες του δρόμου”.
Ωστόσο, θα μπορούσε να διαλέξει κανείς, έστω και μέσα στους ασφυκτικούς περιορισμούς του χώρου, κάποιους στίχους του Καβάφη που να μη χάνουν (πολύ) όταν απομονωθούν. Καταρχάς, μερικούς γνωστούς στίχους, ας πούμε “ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω” ή “κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις”. Έπειτα, έστω και σπαραγμένους, μερικούς στίχους που αντέχουν στην απομόνωση, όπως, “τα δύσκολα και ανεκτίμητα Εύγε” ή “Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει” (από το ίδιο ποίημα είναι, αλλά πρέπει να το σπάσουμε σε πολλά κομμάτια λόγω του Προκρούστη). Και το «Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή» είναι πετυχημένη επιλογή, ίσως η μοναδική από τους στίχους που όντως επιλέχτηκαν, μαζί και με τον στίχο «Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις».
Το θέμα βέβαια είναι ότι έτσι κι αλλιώς η πρωτοβουλία, κατά την ταπεινή μου γνώμη, κάπου πάσχει. Το εξωτερικό των οχημάτων μαζικής μεταφοράς προσφέρεται περισσότερο για διαφημιστικά μηνύματα και ατάκες, όχι για ποιήματα. Αντίθετα, θα ήταν ευχής έργο να αναρτηθούν ποιήματα στο εσωτερικό των οχημάτων, είτε λεωφορεία ή τρόλεϊ είναι αυτά, είτε βαγόνια του μετρό. Εκεί μπορεί κανείς να έχει μικρότερα γράμματα, άρα και περισσότερο χώρο, και να διαλέξει είτε ολόκληρα μικρά ποιήματα, είτε αποσπάσματα 4-5 στίχων, που να δίνουν ένα ολοκληρωμένο νόημα, έτσι που αφενός  να μπορεί ο επιβάτης με την άνεσή του να διαβάσει ολόκληρο το ποίημα (νομίζω πως κάτι τέτοιο έχει ξαναγίνει) αλλά και αφετέρου να μην αδικείται ο ποιητής.
Γιατί τώρα, έτσι ψιλοκομμένος, σαφώς αδικείται. Ας επιστρέψουμε στον αρχικό στίχο “δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά”. Έτσι ξεκομμένος, σε τι διαφέρει από τον στίχο του Σουρή “δεν έχω κέφι για δουλειά”; Σε τίποτα, θα έλεγα (να κάνω την παρένθεση: εκτιμώ τον Σουρή, αλλά όχι όπως τον Καβάφη). Το υπερβολικό ψιλόκομμα δεν αφήνει να φανούν οι διαφορές. Αν πάρετε μια νότα μεμονωμένη, μπορεί να είναι Μπετόβεν, μπορεί να είναι κι η γάτα που περπατάει πάνω στα πλήκτρα του πιάνου (για να μην αναφέρω συνθέτες και παρεξηγηθούμε). Ένα τετραγωνικό εκατοστό πίνακα μπορεί να είναι Ραφαήλος, μπορεί και κάποιος χιμπατζής που βρήκε πινέλο, μπογιά και καναβάτσο.  Μια πρόταση ξεκομμένη, το ίδιο. Για του λόγου το αληθές, ιδού ολόκληρο το ποίημα, και πείτε μου ειλικρινά, με το χέρι στην καρδιά, αν αυτός ο στίχος αποδίδει το κλίμα ολόκληρου του ποιήματος:
Συμεών
Τα ξέρω, ναι, τα νέα ποιήματά του·
ενθουσιάσθηκεν η Βηρυτός μ’ αυτά.
Μιαν άλλη μέρα θα τα μελετήσω.
Σήμερα δεν μπορώ γιατ’ είμαι κάπως ταραγμένος.
Aπ’ τον Λιβάνιο πιο ελληνομαθής είναι βεβαίως.
Όμως καλύτερος κι απ’ τον Μελέαγρο; Δεν πιστεύω.
A, Μέβη, τι Λιβάνιος! και τι βιβλία!
και τι μικρότητες!….. Μέβη, ήμουν χθες—
η τύχη το ’φερε— κάτω απ’ του Συμεών τον στύλο.
Χώθηκα ανάμεσα στους Χριστιανούς
που σιωπηλοί προσεύχονταν κ’ ελάτρευαν,
και προσκυνούσαν· πλην μη όντας Χριστιανός
την ψυχική γαλήνη των δεν είχα—
κ’ έτρεμα ολόκληρος και υπόφερνα·
κ’ έφριττα, και ταράττομουν, και παθαινόμουν.
A μη χαμογελάς· τριάντα πέντε χρόνια, σκέψου—
χειμώνα, καλοκαίρι, νύχτα, μέρα, τριάντα πέντε
χρόνια επάνω σ’ έναν στύλο ζει και μαρτυρεί.
Πριν γεννηθούμ’ εμείς —εγώ είμαι είκοσι εννιά ετών,
εσύ θαρρώ είσαι νεότερός μου—
πριν γεννηθούμ’ εμείς, φαντάσου το,
ανέβηκεν ο Συμεών στον στύλο
κ’ έκτοτε μένει αυτού εμπρός εις τον Θεό.
Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά.—
Πλην τούτο, Μέβη, κάλλιο να το πεις
που ό,τι κι αν λεν οι άλλοι σοφισταί,
εγώ τον παραδέχομαι τον Λάμονα
για πρώτο της Συρίας ποιητή.
Δεν είναι το καλύτερο ποίημα του Καβάφη -άλλωστε ο ποιητής το κρατούσε κρυμμένο, θα είχε τους λόγους του. Ωστόσο, ενταγμένος μέσα στο ποίημα, ο στίχος λειτουργεί, έτσι όπως έρχεται σαν συνέχεια όσων προηγούνται. Ξεκομμένος, είναι μια ασήμαντη “κουβέντα του δρόμου”, σαν που θα έλεγα εγώ στον συνάδελφο του διπλανού γραφείου, μια μέρα που θα έφτανα στο γραφείο ξενυχτισμένος.
Θα μπορούσα να τελειώσω εδώ, και μάλιστα, παρά τις ενστάσεις μου, να πω ένα μπράβο στο Ίδρυμα Ωνάση, ευχόμενος βέβαια την άλλη φορά να είναι πιο μελετημένη η πρωτοβουλία τους -ωστόσο υπάρχει και κάτι άλλο που με εξοργίζει. Υπάρχουν δυο στίχοι που με κανέναν τρόπο δεν θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στην επιλογή, γιατί είναι εντελώς αντιδεοντολογικό, είναι, θα έλεγα, απάτη προς τους αναγνώστες και ύβρις προς τον ποιητή. Ο ένας στίχος είναι ο: «Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός», ενώ τον άλλο τον βλέπετε εδώ αριστερά: Είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Οι στίχοι, είναι παρμένοι από το ίδιο ποίημα, το “Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.Χ.”. Γιατί με εξοργίζει η χρήση τους; Αφενός επειδή στον στίχο της εικόνας, ή μάλλον στον μισό στίχο της εικόνας, η λέξη “βία” δεν έχει  τη σημασία της βίας “απ’ όπου κι αν προέρχεται”, αλλά της βιασύνης! Αρκεί να παραθέσουμε έναν, μόνο έναν, στίχο ακόμα από το ποίημα:
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Και ο μισός στίχος θα αρκούσε, το “να μη βιαζόμεθα”. Είναι θαρρώ φανερό ότι ο πετσοκομμένος στίχος που εμφανίζεται τώρα πάνω στα λεωφορεία διαστρεβλώνει το νόημα και μετατρέπει τον Καβάφη σε… Κεδίκογλου. (Το αστείο είναι ότι και πριν από μερικά χρόνια είχε γίνει συζήτηση για τη λέξη “βία” που μπορεί να σημαίνει είτε την υλική ή ψυχική πίεση που ασκούμε σε κάποιον -violence αγγλιστί- είτε τη βιασύνη, τη σπουδή, τότε με τον Αλαβάνο και το “που με βια μετράει τη γη” του εθνικού ύμνου).
Θα μου πείτε, γιατί διαφωνώ και θεωρώ απάτη την παράθεση του άλλου στίχου από το ίδιο ποίημα, του: «Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός». Μήπως με ενοχλεί επειδή, ξερωγώ, θυμίζει το… πρωτογενές πλεόνασμα που τάχα θα πετύχουμε; Όχι. Με ενοχλεί η παράθεση και των δύο στίχων από αυτό το ποίημα επειδή, απλούστατα, ο ποιητής εδώ ειρωνεύεται. Δεν βολεύει να παραθέσω ολόκληρο το ποίημα, γιατί είναι από τα πιο εκτεταμένα του Καβάφη (ίσως και το πιο εκτεταμένο, δεν είμαι καλός στις ποιητικές στατιστικές) και θα μας πάει μακριά, αλλά μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Θα συμφωνήσετε πιστεύω μαζί μου, ότι η ειρωνεία είναι ολοφάνερη.
Αφήνω που έχει και μερικές ανατριχιαστικές ομοιότητες με τη σημερινή μας κατάσταση -δείτε:
Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.
Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τί να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.
ή μήπως κάτι σας θυμίζουν αυτοί οι στίχοι:
Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.
Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.—
Οπότε, η κατακλείδα του ποιήματος, από την οποία είναι αντλημένοι οι στίχοι, έρχεται σαν το αποκορύφωμα της ειρωνείας:
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.
Δεν έχω εποπτεία της καβαφικής βιβλιογραφίας και δεν ξέρω τι έχει γραφτεί για το ποίημα αυτό από άλλους αξιότερους, αν δηλαδή γίνεται γενικά παραδεκτό ότι αποτελεί παράδειγμα της περίφημης “καβαφικής ειρωνείας” -αλλά μου φαίνεται πως έτσι είναι. Η ειρωνεία συνίσταται στο ότι ο ποιητής υιοθετεί την οπτική γωνία των ηρώων του, των οποίων όμως την άποψη δεν συμμερίζεται, το αντίθετο μάλιστα. (Τώρα βρίσκω μια εργασία φιλολόγου, στην οποία το συγκεκριμένο ποίημα χαρακτηρίζεται πράγματι παράδειγμα καβαφικής ειρωνείας).
Όταν όμως ένα ποίημα είναι ειρωνικό, είναι εντελώς αντιδεοντολογικό να απομονώσεις έναν (ή και μισόν!!) στίχο του γιατί, προφανώς, η ειρωνεία αποσιωπάται, και έτσι μεταδίδεις το αντίθετο μήνυμα από αυτό που ήθελε να δώσει ο ποιητής. Γι’ αυτό λέω ότι, εκτός από απάτη, η απομόνωση αυτών των συγκεκριμένων στίχων αποτελεί επίσης ύβρη προς τον ποιητή.
Για να δώσω ένα κλασικό παράδειγμα από τη Γραφή, τι θα έλεγε η εκκλησία αν έβγαζα αφίσες που να έγραφαν “Ουκ εστιν Θεός” [δεν υπάρχει Θεός] και από κάτω, την παραπομπή: Ψαλμοί, 13.2 ή την άλλη παραπομπή “Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 12.27.1″; Θα με αφόριζε, διότι στη μια περίπτωση το χωρίο είναι “είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού: Ουκ εστιν Θεός” και στην άλλη “ουκ έστιν Θεός νεκρών αλλά ζώντων”. Ίσως όχι εξίσου διαστρεβλωτική, αλλά όχι πολύ διαφορετική, βρίσκω και την απόσπαση στίχων από ένα ειρωνικό ποίημα, για να μη μιλήσουμε για τη συσκότιση της σημασίας της λέξης “βία”.
Γι’ αυτό δεν μπορώ να συγχαρώ το Ίδρυμα Ωνάση, τουλάχιστον όχι μέχρι να αναγνωρίσουν ότι η χρήση των συγκεκριμένων δύο στίχων είναι αντιδεοντολογική και ενάντια με το νόημα που ήθελε να δώσει ο ποιητής, και να φροντίσουν για την απόσυρσή τους. Δεν είναι κακό να παραδεχτεί κανείς ότι κάπου έσφαλε. Και βέβαια, πρέπει να το πω, εξακολουθώ να έχω ενδοιασμούς σε σχέση με το κατά πόσον η ποίηση του Καβάφη προσφέρεται για τόσο λεπτό ψιλόκομμα.
Υστερόγραφο:
Για να ευθυμήσουμε λίγο, θα αντιγράψω ένα σχόλιο φίλου στο Φέισμπουκ, όπου έχει διαλέξει κάποιους καβαφικούς στίχους που κατά τη γνώμη του προσφέρονται για να γραφτούν είτε πάνω σε λεωφορεία είτε σε στάσεις λεωφορείων. Τα σχόλια είναι δικά του.
1. “Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται” (στις στάσεις)
2. Στους δρομους θα γυρνάς τους ίδιους (…) Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
3. Να εύχεσαι ναναι μακρύς ο δρόμος
4. Το φθάσιμον εκεί ειν’ ο προορισμός σου
5. Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά [αυτό μπορεί να βγαίνει όταν συναντούν π.χ. πορεία ή διαδήλωση]
6. Εδώ ας σταθώ [αυτό μπαίνει σε παλιά λεωφορεία]
7.Επέστρεφε συχνά και παίρνε με
8. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα [κι αυτό για στάσεις]
9. Εδώ που έφθασες, λίγον δεν είναι [παει παντού, σε στάσεις λεωφορεία κλπ.]
Έχω κι έναν δεύτερο λόγο που αντέγραψα το σχόλιο του φίλου μου. Όχι μόνο για να ευθυμήσουμε, αλλά και για να δείξω πόσο ευάλωτη είναι η ποίηση στη διακωμώδηση, όταν μεμονωμένοι στίχοι ξεκόβονται από τα συμφραζόμενά τους. Εξίσου εύκολα μπορεί να διακωμωδηθεί και ο στίχος «Δεν έχω σήμερα κεφάλι για δουλειά» ή «Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό», που έχουν επιλεγεί για την εκστρατεία. Και δεν την αξίζει ο Καβάφης τη διακωμώδηση.
Υστερόγραφο 2: Και πάλι ευτράπελο. Βλέποντας αποφθέγματα τεσσάρων-πέντε λέξεων και την υπογραφή Καβάφης, θυμήθηκα ένα Λούκι Λουκ, στο οποίο ένας ήρωας πέταγε όλο “σεξπιρικά αποφθέγματα” του τύπου “Πάμε να φάμε” – Μάκβεθ, πράξη 2η, σκηνή 3η. “Τι ώρα είναι;” – Άμλετ, πράξη 1η, σκηνή 4η.
Υστερόγραφο 3: Φυσικά, οι φωτοσοπάδες έδρασαν. Τα κοινωνικά μέσα έχουν πλημμυρίσει με φωτογραφίες λεωφορείων που έχουν άλλους κι άλλους στίχους -γέλασα πολύ με μερικές φωτοσοπιές.